καμένες Ιθάκες εδώ κι εκεί
κάπου στ' αλατοσκαμένα βράχια της Μήλου
και στις όχθες του Αλιάκμονα
ατάκες και κλισέ ματιές
στον Θερμαϊκό καθώς ο γλάρος στέκεται στην πρύμνη των ματιών μας
λόγια δειλά ανέξοδα μικρά
για λίγη επιβεβαίωση όλων όσων μένουν εδώ
εδώ να θυμίζουν το μάταιο πέρασμά μας
και άλλωτε τον κόπο για λίγο ορίζοντα πιο καθαρό
μικροί σε παράγκες μιας άλλης εποχής
αδιέξοδοι δρόμοι
και δρόμοι που σπάνε καθρέφτες
γαϊτανάκι "μία έξω, μία μέσα" στα εντός μας
λίγα "γιατί" και μια σκέψη που φέρνει ελπίδες
μπορεί όχι και τόσο ανόφελες...
καλημέρα στη θάλασσα στα μάτια τα κλειστά στους ουρανούς τους γαλανούς και στα σύννεφα που τόσο αγαπώ και μ' αγαπάνε
γεια σου Νεφέλη, σιωπή και χάδια του Απρίλη
30.7.09
καμένες Ιθάκες
27.7.09
κλειστά χαρτιά
"Afraid? Of whom am I afraid?
Not death; for who is he?
The porter of my father’s lodge
As much abashed me.
Of life? Ι were odd I fear a thing
That comprehended me
In one or more existences
At Deity’s decree.
Of resurrection? Is the east
Afraid to trust the morn
With her fastidious forehead?
As soon impeach my crown!"
Emily Dickinson
τα μάτια μου όταν κλείνουν
τις πύλες του χρόνου που μπαίνουν μέσα οι άριστοι και βγαίνουν κατακάθια
τη νεκρική σιγή της απώλειας
τα άκρα των χειλιών την ώρα του αποχωρισμού
τα υπερβολικά της μάτια
τους ιστούς της αράχνης στους ορίζοντες της λήθης και του ψεύδους
τα μήλα της ουτοπίας
τα γεράκια της ερήμου των δύσκολων λεπτών
το θάνατο στο βλέμμα της ζωής
την αντίπερα όχθη στα κάτοπτρα της αλήθειας όταν το νερό διαμελίζεται στους βράχους
την τελευταία καλημέρα πριν την αυγή
26.7.09
ηκιτιρκοτυα
γκρεμοί, λαβύρινθοι
δρόμοι επικίνδυνοι
τα φώτα καθώς σβήνουν
πίσω το κεφάλι, καθρέφτες
μοναχικής διαδρομής κλέφτες
το όνειρο να κρύβουν
δυσεπίλυτα συστήματα
μιας ουτοπίας ψύγματα
τα μάτια κλείνουν
25.7.09
23.7.09
ta xw ftysei lemeeee...
που να απλώνεις τώρα το χέρι να πιάσεις το ποτήρι
είναι και μισοάδειο... τι να το κάνεις μισοάδειο να το έβλεπες μισογεμάτο να τον κάνεις τον κόπο να αλλάξεις θέση και να θέσεις σε κίνηση το σώμα σου
το λατρεύω αυτό το ταβάνι
το δε μαύρο που πέφτει όταν κλείνω τα μάτια μου, άσε απόλαυση...
κενό, ξέρεις τι θα πεί κενό;
πρώτη φορά αν δεν με απατά η μνήμη μου* το απολαμβάνω...
βαράει (τρόπος του λέγειν, έτσι για να νομίζω πως κάτι κινείται στην ατμόσφαιρα) και ο Βαρδής και το "βαρέθηκα τα βράδυα με τους φίλους τα ξενέρωτα" έγινε ο αγαπημένος μου στίχος, πες τα Αντώνηηηη, πές τα...
ουφφφφφφφφ
ούτε τον ήχο του κομπολογιού μου δεν γουστάρω τώρα και το κόβω κάπου εδώ γιατί και τα πλήκτρα μου τη σπάνε... (έπρεπε να έχουν βγεί αθόρυβα συστήματα... αχχχ δεν θα γίνω και εγώ γρανάζι θα δούν τι θα πάθουν...)
{*κατ' επίφαση μνήμη, έτσι όπως είναι τώρα...}
22.7.09
20.7.09
red point - unknown infinity
ώρες περίμενα να περάσω απέναντι
ο δρόμος ήταν άδειος και η άσφαλτος έκαιγε από το φώς που έπεφτε πάνω της
και όμως τα βήματα δεν σέρνονταν
τα μάτια δεν έφευγαν από το κενό
και η σκέψη της απώλειας είχε διαγραφεί στην κόκκινη Honda που είχε αφήσει σημάδια στο πίσω μέρος της μνήμης μου
περνά ξανά και ξανά και εγώ εδώ
γύρισα πίσω το κεφάλι όπως συνηθίζω
αλληγορία σκέφτηκε κάποιος και από το στόμα του έβγαιναν "γιατί" κόκκινα
έσταζαν και η άσφαλτος πιο καυτή από ποτέ
όχι,
όχι ο Μορφέας δεν θα 'ρθει σήμερα
ήρθε χθες και αυτό αρκεί...
{τις δραμαμίνες μη ξεχάσεις είχε ταξίδι αύριο}
16.7.09
δυσλεξία
η φωτογραφία σου στάζει
μοναξιά και με πληγώνει
φοβάμαι όταν κλές
μη σε νοιάζει
το φώς που σε παγώνει
τα λόγια μου υδάτινες του χθες επιστροφές
να τρέχουν σε τοπία ενός αγέννητου πελάγου
12.7.09
Θέλω αλλά...
θέλω να τον αλλάξω αλλά πως...
πριν 40 χρόνια και ξανά η ίδια σκέψη...
Κέμαλ δεν αλλάζει ρε συ...
αλλαξε το μέσα σου αν μπορείς
καλό κακό δεν ξέρω αν είναι
μπορεί ούτε και αυτό να αλλάζει
τουλάχιστον η τριβή μπορεί κάτι να φέρει
και η φωτιά η πιο θεμιτή...
καληνύχτα Κεμάλ!
11.7.09
you
ν' ανοίγεις πύλες
ελπίδες να ραίνεις
πανιά τεντωμένα
που λίγο ήθελαν πάντα
κομμάτια να γίνουν
ένα με τη σκόνη
κάθε χάρτινης ματιάς
εγώ εσύ
είδωλα σε καθρέφτες
ανάδελφες στιγμές
να πλέκονται και να πλέκουν
κόσμους
χρόνου πεπερασμένου
όσο κρατάει η εικόνα του τώρα
μια κάφτρα καθώς σβήνει στην αγκαλιά του κενού
Συ που διέγραφες στις κόγχες
«είν’ οι νύχτες μας μικρές»
και μου μάζευες μ’ απόχες
των ματιών μου τις ριπές.
10.7.09
ς και πάλι αρχή
Κυριακή
ψηλά το βλέμμα τα γόνατα τσακισμένα σε στάση προσευχής
καρφιά τριγύρω ορφανά από φόβους και εξαρτήσεις
γυμνός εγώ
φόβων και εξαρτήσεων, ελεύθερος
Δευτέρα
ευθεία στα μάτια
και από τα μαλλιά πιασμένες οι ευκαιρίες
χρόνος μπροστά-χώρος μπροστά
η εικόνα σου ξεκάθαρη παρόλο που η ώρα είναι μόλις 6:30 το πρωί
καφές δύο ζάχαρη μηδέν
με κοιτάζεις και όλο κάτι μου θυμίζεις
Τρίτη
one more cup of coffee 'fore I go
τον εγωισμό μου τον έκανες σμπαράλια και
τώρα βλέπω
πριν ένα εγώ και μια εύθραυστη ψυχολογία μετέωρη
τώρα φτάσαμε σχεδόν στη μέση και ψελλίζουμε ευχές
ορντινάντσες έχουμε τα χέρια μας
μέσα μας όμως τι;
εκεί στο Νότο τι γίνεται;
εκεί στα βάθη Βοριάς πνέει υγρός και ξερός...
Τετάρτη
ματωμένα τα χείλη μου
σκόνη να κάθεται πάνω τους
ανοιχτά τα μάτια 12:00 το μεσημέρι
το απόγευμα είχε πολύ υγρασία
έσταζαν και οι στάχτες
έτσι τα κατάφερα και η σκόνη ποτάμι να κυλάει μπροστά μου και πίσω μου
σκόνη να μου θυμίζει ότι πέρασαν και έρχονται
άλλα και άλλα...
Πέμπτη
δάκρυα χαράς να κυλάνε
και χάδια ουτοπικά
χέρια ρεαλιστικά
και ορθολογισμού παραπομπές στη μνήμη και στα χαρτιά
το απόγευμα ξημερώνει
τα μεσάνυχτα της έχουν την Παρασκευή στο βλέμμα τους
Παρασκευή
μια μαργαρίτα
μια αγκαλιά
ένα φιλί
δυό μάτια
σκληρά δεν μου βρίσκονται
πάρε αγάπη να χεις
Σάββατο
σιωπή
μια κραυγή
μια φυγή
ς
9.7.09
0
θάνατος;
μακάριες οι αναμνήσεις
άχρηστα λόγια
να μπλέκομαι μέσα σε καλώδια για το τίποτα
να έρχονται οι λέξεις
και να κρέμονται από την άκρη της γλώσσας μου
δεν βγαίνουν
εκεί να μου θυμίζουν πόσο οικτρά αναλώνομαι σε μηδενικά
μισώ τις σκέψεις της
τα συναισθήματά της
τα χθές μου κατα τη διάρκειά της
ολα εκείνη την ώρα, γιατί;
ανύπαρκτη η μοναξιά εκείνη την ώρα
υγρασία
εκείνη την ώρα}
6.7.09
μ (είς την ότι γουστάρεις...)
σε κομμάτια με σκορπάει
μια δαγκωνιά μισή
και μια γωνία ένα νησί
να σε βρίσκει το πρωί
θάλασσα ματιών κενή
στόπ και πάλι από την αρχή
σε ταράζει μια κραυγή
από μέσα μου πετάει
νότες φάλτσες με κερνάει
ενώσεις, κόμβοι και δολώματα
κρύα νεκρά υποστηλώματα
καίω να βρώ ξανά μιλιά
τα καρφιά μου (επιτέλους) ορφανά
4.7.09
Βήτα φάση
δεν ξέρω τι φταίει...
δεν θέλω να μάθω κανένα γιατί
μπορεί να είναι τα φιμέ τζάμια που κάνουν το μαύρο πιο μαύρο
μπορεί να είναι το φως πάνω στην ανεμοδαρμένη γέφυρα τις ώρες που ο ήλιος νωχελικά δέρνει την πλάτη μου με φώς και τα χείλη μου μπλέκουν με την αποστροφή που μου γεννούν οι δείκτες του ρολογιού μου
οι γαρδένιες που πνίγηκαν μέσα στο νερό
οι αστραπές που βίαια πήραν τη θέση του ξεραμένου σταχυού και της νωθρότητας καθώς ξαπλώνω πάνω στα κύματα
ο δρόμος προς το όνειρο που έχει αγκαθάκια να μου θυμίζουν πως δεν πρέπει να αφήνομαι πάνω στο τιμόνι αλλά το τιμόνι να αφήνεται πάνω στα χέρια μου
στην υγρασία χθές το βράδυ που μας έκανε να στάζουμε και να βαριανασαίνουμε καθώς τα σώματά μας πάλευαν για ένα ριμπάουντ κάτω από τα τρύπια καλάθια που θα μείνουν για πάντα εκεί να θυμίζουν τις στιγμές που δεν θα ξαναζήσω
σαν τις φωτογραφίες...
Τέλος εδώ σταμάτησε της πνοής η ροή
μέχρι εδώ ήταν από εδώ και πέρα μόνο οι φωτογραφίες που μένουν εκεί
εκεί για πάντα να θυμίζουν τις στιγμές που δεν θα ξαναζήσω
μια ανάγκη να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω.