Βρέχει στον δρόμο των κοιτώνων του ονείρου κι οι ταράτσες πλημμύρησαν με ζευγάρια βλέμματα εκεί στα τζάμια να στέλνουν σε ακτίνες απείρου πυρήνες φωτιάς κάθε ψυχής να κάψουν τα πλέγματα
Απόψε σε κάθε σταγόνα στον τοίχο ένα άλφα κι ένα χι τραμπάλα θα κάνει πάνω σε ελπίδες για λίγο οξυγόνο κάθε σιωπή και μια κραυγή κατάφασης στο θέλω ζωή πριν λήξει η γραμμή θανάτου να προλάβουν τον χρόνο
Τώρα που στάζει η γή και τα πέλματα βυθίζονται ο ουρανός χύνεται πάνω σε χαρτιά σαν μελάνι μπλε για σένα ψυχή μου που όλα σου κρύβονται σε χαιρετούν φεύγουν και αφήνονται σαν πλάνη
{πτήσεις από εδώ κι από κει...
αφιερωμένο στους μπλε τοίχους σου στη συγκίνηση των νοημάτων σου για την κάθε φορά που ήρθε, είναι εδώ και θα ρθει!}
το φως είναι αναμένο μέρες τώρα οι κουρτινές ανοιγοκλείνουν μόνες και το παράθυρο δε λέει να κλείσει σκιές δεν καλύπτουν τους τοίχους και η ησυχία ακούγεται πιο βάναυση από ποτέ
{πες μου πως που ποτε γιατι
θέλω φραπέ! να το σημειώσεις στα στερητικά ως νούμερο 1}
ένα τρένο δυο γραμμές δυο χέρια δυο κόσμοι μπλεγμένοι δύο γράμματα ένα Γάμα κι ένα Χι
ξέρετε ποτέ δεν κοίταγα μόνο τις λέξεις και τα νοήματά τους στη ζωή... και ο φάκελος και το πουκάμισο το καρό και η ρετρό φωτογραφία η ασπρόμαυρη μου ψυθηρίζουν τους κωδικούς για τα σκαλοπάτια...
ξέρετε ποίηση είναι η ίδια η ζωή και το πως τα φέρνει...
"μια φωλιά στον ουρανό" να βγαίνουν αυτές οι λέξεις από το στόμα σου λόγια που άκουσες κάποια στιγμή πάνω στη χαρά μου και είπες και θα ξαναπείς
το έχω ακούσει πολλές φορές αλλά τώρα είναι διαφορετικά τώρα μπροστά μου απλώνεται ο ουρανός
και εσεις μου δώσατε τα πρώτα μου σκαλοπάτια... δεν ξέρω που οδηγεί η σκάλα εγώ βλέπω μπροστά και εκεί στην άκρη φτάνει η ματιά μου η ακραιφνής, εκεί στην δικιά μου άκρη
το νοιώθω και αν και το φορτίο βαρύ... να ξέρετε τα πάντα να μην πέσει το σταμνί και το στερνό σκαλί να μη γεφτεί καμιά σταγόνα... όχι για τις ελπίδες ούτε και για την πίστη
μερικές σταγόνες έκαψαν το πρόσωπο για λίγο στο πέρασμά τους στρίβωντας στον δρόμο με τα λιοντάρια ο άνεμος έκοψε και το πράσινο φανάρι άναψε δεν ξέρω γιατί, αλλά μάλλον το ανάποδα του δρόμου θα είναι το σημείο κατατεθέν του βαδίσματός μου σε αυτή την ταράτσα... ένας κήπος με λουλούδια και οι πλέον γνωστές άγνωστες προφορές να καλύπτουν τους γρήγορους κτύπους της καρδιάς μου καθώς το ρολόι μου έδειχνε 9 το πρωί
αύριο θα είναι μια άλλη μέρα καλύτερη, χειρότερη... αξίζει να τη ζήσεις πάντως... και κάθε γιατί τότε να ρίχνει νερό στο μύλο του τίποτα, ενός τίποτα που μόνο το τέλος μπορεί να φέρει μου το χε πει πολλές φορές...
κλείνει τα μάτια και αρχίζει χορό κόβει γωνίες σε κάθε άφεση οξυγόνου λιώνει γκρίζα βλέμματα μισά ανοίγει παράθυρα με κάθε σπάσιμο του λαιμού στον άνεμο σπάει καθρέφτες χαράσει πορεία δρόμων ενέχυρων στα στοιχεία της φύσης του συμβόλαια ζωής ως το θάνατο
κραυγές να του γδέρνουν τα τύμπανα "La vie est belle"
τα βουνά είναι στα πόδια του οι κορυφές θάλασσες να τις πιεί
πτώση? μια ανάποδη άνοδος είναι και η άνοδος ανάποδη πτώση
ξέρεις πόσο απέχει η σκέψη από την πράξη; όσο απέχει το πριν από το μετά μια στιγμή ένα βήμα εμπρός ή πίσω (όπως ορίσει η ειμαρμένη του καθενός)
το κενό από το έδαφος μια σπιθαμή σκέψη και η σκέψη πόσο απέχει από τη συνιστώσα των εκλαμβάνουσων στιγμών;
ξέρεις πριν ακουμπήσεις τη γωνία μόνο μια κραυγή σε σχηματισμό ενός άλφα και ενός χι αλλά η γωνία έχει υπόσταση καθοριστική και μετά κενό και σιωπή ένα γιατί μια αφορμή και μια γωνία οπτική ακόμα και καμπύλη ίσως μια πύλη ίσως μια αρχή ίσως ένα τέλος ίσως τίποτα ναι τιποτα κάτω από αυτό που μας γέννησε τίποτα
ξανά και ξανά
όχι, όχι καμία ματαιότητα, άλλωστε η ματαιότητα είναι γέννους μελλοντικού και αυθύπαρκτου με τον αστερίσκο όμως της ματαιότητας να κρεμάει την ίδια τη σκέψη περί μάταιου
πως μπορείς να περπατάς δίπλα σε πτώματα; πως μπορείς να ανάβεις τσιγάρο και να κοιτάς το απέναντι πεζοδρόμιο ενώ απ' τα πόδια σου κρέμεται ένα χέρι; πως προσπερνάς τις στιγμές όταν στάζουν αίμα; πως πατάς πάνω στις ζωές άλλων σαν να ήταν χώμα;
πως περπατάνε οι άνθρωποι σε αβύσσους; πως κλειδώνουν τα μάτια; και πως βάζουν κλειδαριές στα πνευμόνια τους;
{η τσίχλα στο τακούνι σου είναι η κραυγή μιας ψυχής
ξέχασε να βγεί πάλι και κρύφτηκε πίσω από τις κουρτίνες τα μάτια δεν άνοιξε και ούτε θα ανοίξει
μέσα σε ένα ψέμα να γλύφει τις πληγές της να κάνει προσευχές μήπως και γυρήσουν πίσω τα αποκόμματα από την ύπαρξή της σέρνεται για να θυμίζει το χτές την σέρνουν για να λένε πως τους ανοίκει την καίνε και τις στάχτες σε κάποιο πάγκο παζαριού θα βρείς
οι αιτίες να γίνονται μελάνι που το καταπίνουν οι αφελείς το πριν και το μετά τοίχος που ορίζει το μελάνι και οι αφελείς καπηλευτές μιας ακόμα ματαιότητας σε ένα σύστημα όπου οι τσέπες ειναι η μία ραμμένη πάνω στην άλλη με κλωστή που στάζει αίμα και υποσχέσεις
Μια εικόνα διαγράφει υποσχέσεις σε κάθε κτύπο της άνοιξης ψιθυρίζουν σημάδια ορίζοντα προσευχών το φθινόπωρο καμέλιες ανθίζει ιβίσκους βάφει με ασήμι φτερά χελιδονιών ζεσταίνουν ανέμους χειμώνα γκρίζου
Το τέλος να σπάει πάνω σε καθρέφτες που θολώνουν αναπνοές να κτίζουν κάθε κλικ γραναζιών εφήμερων να συνεχίζει η ροή πάνω σε δροσοσταλίδες να κυλά αφήνοντας πίσω φόβους και αλλαγές μετέωρες
Σταγόνες βάφουν κίτρινο το βλέμμα του Σεπτέμβρη άφεση σε όσα φέρνει ο καιρός αφιερώσεων σε εκπνοές στην επόμενη στιγμή υπόσχεσης ταξίδια άνευ τέλους
Αλλαγές καλπάζουν σέρνοντας μάτια στο εμπρός ονείρων και δίκοπων τόπων λεπίδες να περνούν φωτιές σε όσα καίνε μέλλοντες παρελθοντικούς
{χθες το βράδυ ξαφνικά... τι ειρωνεία και μόλις είχα ανάψει τα φώτα θυέλης}
σε δύσκολες ώρες που το βλέμμα σκάλωνε στις αντανακλάσεις του καθρέφτη γινόσουν η πιο βαριά μου αναπνοή, λιωμένες ματιές στην άκρη του εγώ μου κι αυτό εδώ, πάντα στο φεύγα και στο μείνε μεταίχμιο που προδίδει κάθε προηγούμενη στιγμή αλυσιδές να σπάνε και χέρια να μπλέκονται σε κρίκους κάποιας τελευταίας εξοδου
πότε εκεί και πότε εδώ ένα συνεχές που καίει όμορφα τα καλώδια