θυμάμαι ο ουρανός δεν φαινόταν ούτε τότε
και τα μάτια μάταια ψάχναν την όχθη του στο διάβα των ερώτων
κι ύστερα έφυγαν μακριά
πάνε χρόνια από τότε που φανάρι άναψε βαθιά μες στον ορίζοντα
και γέλια ακούστηκαν από την άκρη του κόσμου
απόψε νύχτα τούτο το βράδυ θα ναι δικό μας για πάντα
μετρώντας τα βήματα θα χάσουμε το λάθος
να γεννηθεί μια αρχή επικίνδυνη
που χρόνια μετά θα μετανιώσουμε
13.4.10
χρόνια μετά
30.3.10
19 3/4
οι λέξεις χαράσονταν στην πλάτη μου κάθε που μου ψυθήριζες την εικόνα του ήλιου καθώς χάνεται μέσα στα μάτια του κόσμου
μια ωκεάνια πηγή ανάβλησε τα όρια του δρόμου
μέσα στα αχανή φώτα της νύχτας και στις κραυγές των χεριών που λίγο φως να πιούν περιμένουν πριν τελειώσει και τούτη η άνοιξη
και αυτή η μορφή χάθηκε ξανά
τι κι αν η σκέψη περιπλανιέται μόνη, μόνη θα 'ναι μέχρι το πρωί στην ακτή να χαράξει ξανά εκείνες τις λέξεις
και μη νομίσεις, ήταν μόνο μια Νεφέλη εκείνη η άνοιξη
24.3.10
σκηνές
Κλώτσησε την πόρτα το φως έσβησε
τώρα τα μάτια θα τρέχουν στο παράθυρο ξανά και ξανά
το πρωί θα ξυπνήσει θα βρει ένα γράμμα
μη φοβάσαι θα ακουστεί κάπου μέσα από τις χαραμάδες και τα χαρακώματα,
μη φοβάσαι , μη ξεχάσεις ποτέ είχες τη τύχη να γεννηθείς την ώρα που γκρέμιστηκε το όνειρο και η λέξη ουτοπία έγινε μια ακόμα κυνική απόδειξη ότι τα όνειρα γκρεμίζονται.
Η σκηνή σταμάτησε
κάπου στο πρώτο κάδρο κάηκε το φιλμ
και η ώρα άργησε να ρθει.
Ποιος θα ανάψει το φως τώρα;
Τώρα που τα βεγγαλικά θα γράψουν την τελευταία νύχτα μιας ημέρας ανήλιας και ξένης.
Τώρα ακονίζεις τις λάμες και βάφεις πυροβόλα,
μα τα χέρια τι κι αν μπλέκονται μέσα στο ψέμα και στην αλήθεια
τίποτα δεν μένει πίσω να θυμήσει πως υπήρξαν, σε λίγο όλα θα είναι ένα χθες χωμένο βαθιά μέσα στη γη.
Μετά από πολλά γιατί κάποιο βλέμμα θα το ξεθάψει
τυφλοί θα το λατρέψουν και πάλι χέρια θα 'ναι εκεί να το ψιλαφίσουν και μέσα του να βρουν ξανά τα παλιά πατήματα
για νέες σελίδες, για νέες νίκες, για νέες ριπές
κι έτσι θα καίγεται μέσα στα χέρια των ανθρώπων το αύριο,
ένα ανυπέρβλητο χθές.
16.3.10
το παιχνίδι
κάτω από τη σιωπή στις πιο ξένες λέξεις
βλέπεις την άρνηση να σου δίνει το χέρι
δίπλα στα γρανάζια στους καπνισμένους τοίχους
χαράσεται ο δρόμος καθώς ματώνει το μαχαίρι
το φως στο κουρασμένο βλέμμα σου να σπάει
και είσαι μπροστά σε μια στροφή ακόμα
για μια αδιέξοδη κραυγή μα είσαι μόνος τελικά
με μια άβυσσο στερνή στου φύγε σου το γιόμα
μείνε για λίγο σιωπηλός αμέτοχος μικρός
κάνε το είδωλο να κλάψει κι είσαι στην αρχή
με όσους άντεξαν να παίζουν το παιχνίδι
μιας τελευταίας παράστασης την ύστατη στιγμή
12.3.10
010
Λιόγερμα γης πικρής που έθρεψες όνειρα, έγυρες και τα μάτια σου ήλιε πάγωσαν τα κλαδιά σε τούτη τη γκρεμισμένη συμφωνία. Πως ν' αντέξει η αγάπη, πως ν' ανθήσει το πρωί σ' ένα μπαλκόνι μόνο; Σπασμένο κάδρο κάποιας ξεχασμένης σκηνής, τοίχοι που στάζουν πάλι λόγια και στάχτες. Πέρασε και μετά τίποτα, λοβοτομές σ'αθόρυβο πέταγμα. Κι η καύτρα καίει ακόμα, τι βλέπεις; Κι όμως τα μάτια ένα γίνονται με τον μπαλτά του χασάπη. Το θήτα κόπηκε στη μέση αίμα βαθύ καυτό κι η καύτρα κατέβηκε πιο κάτω. Χέρια δεν είχε πια πως να ψελλίσει τώρα ελευθερία; Και σεις γιατί δεν μιλάτε; Ίσως πάει καιρός από τότε που έπαψαν οι έμποροι να πουλούν χέρια. Τώρα οι πάγκοι γέμισαν με γλώσσες.
28.2.10
Διάστιχο σε φάση decadence
Ματιές, διάστιχες και άπειρες
όπως οι νύχτες σε τούτη την πόλη
μέσα στα μάτια των ανθρώπων
στα ματωμένα και λασπωμένα πέλματά τους,
καθώς λίγο χώμα πιο ψηλά ν' ανέβουν
απ΄τη σκιά τους ψάχνουν να φιλήσουν,
ίσως εκεί δεις κι εσυ τη δική σου αλήθεια.
Στα χέρια τους ο πόνος μιας μάχης, καθώς μένεται στα λόγια τους,
λίγο παράταιρα να είναι τα βήματα τους μέσα στην καταδίκη μιας ομοιότητας
ίδιας με το κουρασμένο βλέμμα
μιας ακόμα διαφοράς.
Μεσσίες, κυνηγοί τυφλοί χαμένων στιγμών
-άνθρωποι-
όσα δεν έζησαν μέσα σε δυο λέξεις τα 'χουν ζήσει.
Κοιτάζω το παράθυρο, η εικόνα αυτή πια δε με πιάνει.
Καδρο μισό και μισοτελειωμένο όσα ειπώθηκαν και όσα θα ειπωθούν
για δυο μάτια για δυο στιγμές
μέσα τους ένα ακόμα σύμπαν.
Δυο βήματα, χαμένα χνάρια μιας ταράτσας, μιας κραυγής
πριν τον Απρίλη.
Ο δρόμος γέμισε ρετσέτες γκρι, κόκκινες και αίμα πολύ αίμα.
Οι ταμπέλες κρύφτηκαν, στα δυο σου μάτια ίσως δεις ότι έκανε τα δυο σου χέρια να αγγίξουν και να πνιγούν μέσα στις ράγες
πάντα ήταν εκεί πριν από σένα, για σένα.
22.2.10
2:31
υπάρχει κώδικας
λογική λόγος χρόνος τόπος
-έστω μια παρτίδα για μια πατρίδα-
συναίσθημα ζωή θάνατος
Δεν υπάρχει τίποτα
και υπάρχουν όλα
Μέσα σε δυο μάτια
βαθιά στα πιο απόκρυφα σημεία εκεί το υπάρχω ρήμα μόνο
μέρα και νύχτα
Στις 5 θα περάσει το λεωφορείο
τα χνάρια θα κατέβουν
για ν' ανέβουν άλλα
Στις 5 θα μείνεις ακίνητος σαν θάνατος
Στις 5 ο οργασμός μου θα βάλει τελεία και από εκεί θα συνεχίσει η πιο κόκκινη γραμμή των όσων ξέρω και μόλις άφησα πίσω μου
Στις 5 μη ρωτήσεις γιατί
ίσως τότε δεις μέσα στον καθρέφτη κάποιον άλλον
Το αγαπημένο μου weller 10 χρόνια μαζί σήμερα το καψα όσο περισσότερο του έπρεπε και τώρα εκεί κάτω από το παράθυρο νοιώθει το χiόνι έξω και παγώνει δίπλα στη μουσική σου
Γράφω και φεύγω πάλι για τους counters στις 12 όλα θα έχουν τελειώσει
Το λεωφορείο πάλι θα περάσει δίπλα μου ίσως με πάρει μαζί του ίσως όχι που να ξέρω πως θα πάνε τα χνάρια
δεξιά ή αριστερά;
19.2.10
ln field
Οι κραυγές μου είναι μια αδιέξοδη πληγή, σιγά σιγά αρχίζω να βλέπω τις γραμμές να κλείνουν όπως το φως κάθε βράδυ σημαίνει το τέλος και τη σκέψη πως αύριο θα αντικρίσω κάτι άλλο.
Πόσο μοιάζουν ανελέητα οι μέρες, πόσα "αν" χωράει ακόμα αυτή η λούπα;
Το παράθυρο έκλεισε. Εκείνο το πρωί η μοναδική αξία όσων άγγιζα
η παραμορφωμένη προβολή του χθες τους στα δυο μου χέρια.
Θα μιλήσεις και κάποιο βράδυ θα φύγεις για ταξίδια σ' όλης της γης σου τα σημεία μήπως και αλλάξεις μήπως και δεις τη ζωή σαν μια ακόμα σπασμένη ροή. Και κάπου εκεί τα βήματα αν τα μετρήσει ένα γιατί κάπου εκεί θα έχει σπάσει μια ακόμα αναπνοή.
Ενοχές θα λές
κλειδωμένα μάτια στων οριζόντων τις γραμμές
και άλλες πολλές φορές εκεί να σε βρίσκουν πρωινά να ψάχνεις να βρείς λίγες ακόμα κραυγές
ζωήΣ
14.2.10
cantharellus lateritius
είχε ήλιο ακόμα και μέσα στις τρύπες στο πάτωμα
έρωτας στην πόλη και σκλάβοι στα δόντια της τίγρης που πεθαίνει
κάποιος κρέμαγε στη στροφή τα όνειρά του
και εγώ έφτιαξα δυο τρία στιχάκια στο τηγάνι
έπειτα τα άφησα να κάθονται μέσα στο πιάτο
τα κοίταζα για ώρα
και σκεφτόμουν όλες τις θλιμμένες πουτάνες που πέρασαν του τότε και του πάντα
τα 5 λεπτά άφησα να γίνουν μια βόλτα υπό βροχή, 2 pints, 35 σελίδες και κάτι σειρές, ένα see ya και μερικά σχέδια από τα χθεσινά μου κομμάτια πάνω στον πάγκο
εν βρασμώ ψυχής η λογική έπεται, έτσι μου είπε σήμερα ένας φίλος και εγώ εκείνη την ώρα ζαλιζόμουν τόσο που έφευγαν τα χέρια μου και πήγαιναν να βρουν το αύριο
έπειτα είπα πως τέλος ως εδώ
και τότε πάλι κατέβηκα τα σκαλιά
αύριο θα είναι μια άλλη μέρα και πάλι η Κυριακή θα μοιάζει με γραμμή
έμειναν μόνο 3 επίπεδα να ανέβω ως την επόμενη φορά που θα κτυπήσω την πόρτα για ένα γεια
8.2.10
τα τζάμια
και από την άλλη να ρουφάν για μια ζώη
μπροστά στη βία
μπροστά στα τζάμια για λίγη εξουσία
Επαίτες διοικητές για μια πνοή
οξυγόνο καμένο για μια ακόμα ποινή
τι κοροϊδία, τι αηδία
να κρέμονται μπροστά στου λόγου τα αιδοία
Ρουφιάνων τσέρκια τα όριά τους
να πουλούν με αυταπάρνηση τα δάκρυά τους
για μια δεκάδα
για μια θέση στου αιώνα την παράγκα
5.2.10
Resistance!
Αυτοί οι ουρανοί είναι καρφιά στο τσιμέντο της ταράτσας
Μέρες τώρα απλά περπατάω
Τα βήματα δεν είναι σαν άλλωτε βαριά
Πριν και μετά ανάμεσά τους δεν υπάρχει
Μόνο τέλος
Το κάθε μικρό τέλος
Δεν ακούω τους ήχους που κάνουν τα κόκκαλά μου
Το δέρμα μου δεν δέχεται καν τις ευτελείς μου αποδείδεις
Τα μάτια μου δεν παρατηρούν, δεν ξέρω αν κοιτούν ακόμα
Μόνο μια γραμμή υπάρχει εκεί, ούτε κάν η σκέψη της
Δεν εκτελώ εντολές
Βαγόνια πάνω σε ράγες
Οι βρισιές μου και ο βήχας μου είναι δεκάρες βιαστικών νεκρών
Περιμένοντας κάποιο λεωφορείο για την επόμενη στάση
Και οι γραμμές αυτές παράλληλες σιωπές
Η γεωμετρία Riemann είναι ένα ακόμα μηδενικό
-πάνω της άλλωστε κάθησαν με μαύρη μπύρα στα χέρια δυό δυνατά φάλτσα μπάσα,
γι' αυτό σου λέω κάποτε ο ήλιος θα βγει πίσω από τα lofts της συνοικίας των αριθμών-
Είναι χειμώνας μιας άνοιξης ίσως
Ίσως τα ίσως να είναι μερικά μηδέν ακόμα
Το μελάνι πάγωσε
Και αύριο 7:24 ο χρόνος αυτός θα μοιάζει μια ακόμα ουτοπία
3.2.10
μέσα
στο μέσα βρήκες τίποτα
κλειδώνεσαι στα ασφαλώς
καίνε νεκρούς τα σήματα
και συ το παίζεις οδηγός
με βήματα καχύποπτα
τα σπας στους περιορισμούς
λόγων λόγια ανύποτα
λεστριγόνες πλέκουν ορισμούς
γεμίζεις όνειρα επίμονα
με χάρτες τρύπες κι εθισμούς
παραπατάς κι επίπονα
φλερτάρεις με όροι και γκρεμούς
30.1.10
D=δelta
Still every night I burn, every night I scream your name,
Every night I burn, every night the dream's the same.
27.1.10
σπείρες σποράς
"Σας ασπάζομαι Φαίδων" διέγραψε
τρεις γραμμές καλά πατημένες κόκκινες, ψυχρές
στα μάτια του τώρα ο λόγος να κραυγάζει την κάθε του πνοή
η πόρτα έκλεισε
το επόμενο πρωί στις σκάλες χέρι με χέρι
σπείρες σποράς καθώς τα ρόδα ακόμα είχαν το άρωμα από το αίμα του δρόμου
που ο Ποιητής τον είπε Άνθρωπο
φώτα πορείας κλειστά,
οι ελπίδες του χειμώνα άλλωστε μια ειρωνία στο βλέμμα της άνοιξης
δίχως γραμμές δίχως χθες ή αύριο
σε μια ταράτσα μόνος θεός εσύ και μόνη γη τα δακτυλά σου τα θνητά
25.1.10
23.1.10
κλειδούχος 282
τι παράξενο!
ροή σε όσα απόμακρα και ξένα μας δόθηκαν να κουβεντιάσουμε ετούτο το βράδυ
και η ζωή σκαλώνει στα χείλια μας πεθαίνοντας κάθε βράδυ σαν κι αυτό
μόνοι
πάντα μόνοι
χωρίς λέξεις ζώντας την πιο δική μας ζωή σε κάθε εκπνοή
ίσως η τελευταία γράψει πάνω στους τάφους μας το όνομα της
με μία σιωπή σαν μονοκοντηλιά
όπως η σκόνη γράφει μέσα στους κάπνους το πέταγμά της
16.1.10
high melting points
ξέρεις ποιες;
να εκείνες που σπάνε τα προφίλ των ψηφίων των νεκρών
τις τελευταίες που αγγίζουν τα όρια σου για το τι είναι ζωή
ακούς ρε εκείνο το 1 και το 9 είναι δύο ψηφία ίδια
είναι θηλιές και το μετά μέσα τους μια ακόμα ειρωνεία θα πουν
αρχίζω και σκέφτομαι σε δεκαεξαδικό και από εκεί σε δυαδικό και μετά τίποτα
δεν γράφω, απλά σβήνω
τα λόγια μου είναι όσα φοβάμαι να πω
γιατί οι δρόμοι έχουν κλήση προς τα δεξιά και βάθρα βάραθρα θανάτου αριστερά
μι και λάμδα και κάπα και άλφα, πολλά άλφα
ποιος θα θέσει το τέρμα; εσύ
καλύτερα εσύ
εκείνοι δεν ξέρουν
ποτέ δεν θα μάθουν οι γλώσσες είναι κομμένες και τα σύρματα λιωμένα
χρόνια μετά θα τρώνε το κουφάρι που θα κραυγάζει ακόμα
πλέον θα θυμίζει μόνο τις σιωπές του
και κοιτάς ξανά και ξανά και οι δρόμοι άδειοι και ψάχνεις να βρεις λόγους για το λόγο σου
άλλωστε τι νομίζεις 9 ψηφία και ένας φάκελος
ύστερα είπαν πως βρήκαν την άνοιξη
άλλοι κι άλλοι προτίμησαν να χαθούν πίσω από τα φώτα των τρένων
η ελευθερία είναι πατρίδα
πατρίδα όσων δεν μίσησαν ακόμα τις στάχτες των ψηφίων
χρόνια μετά θα πουν νεκρός
13.1.10
μέρες ενεργής αργίας
ΑΛΛΆ!
περιλαμβάνει και ταξίδι γύρω από τον ήλιο
so...
*το τελευταίο για χάρη της γραφικότητας και της εξύμνησής της}
9.1.10
ένα κενό για τον παράδεισο
ούτε δάκρυα δεν κύλησαν
κενό από την τελευταία πρόβα
αδράνεια παγωμένη στο τζάμι να μου δίνει τη γνώση με γροθιές
δανικές ματιές από τους τοίχους
στάχτη στο νερό να θολώνει τα ετοιμόρροπα μάτια μου
ούτε φως δεν είδα
σπασμένα κάτοπτρα και δρόμοι λησμονιάς και πίστης
ένα κενό για τον παράδεισο τα λόγια μου
ένα αύριο για κάθε χθές τα βήματα πίσω από την πόρτα
κι εγώ να ψάχνω να βρώ αλήθειες μέσα στα ρούχα των κρεμασμένων
δεν τόλμησα να κοιτάξω
οι πίσω λέξεις είναι μια ακόμα ουτοπία
μια μάνα ακόμα που τρώει τα παιδιά της
δεν σε πίστεψα, πως θα μπορούσα;
1.1.10
διάλογος
Μη κοιτάς τις στάχτες ,
κόβεται η ανάσα σου και ποιος θα μας δώσει εμάς φωνή;
τις νύχτες που αγκαλιάζεις τα λάθη σου
να μιλάς, να μιλάς!
Κι όταν στάζουν οι καθρέφτες το βλέμμα της απελπισίας
η σιωπή σου να ναι δυνατή!
-ένα ψέμα να σαι μέσα στην αλήθεια των άλλων είναι αβάσταχτος ο πόνος-
κι αν βλέπεις χέρια στους τοίχους και πεταλούδες να σου ψιθυρίζουν είμαστε
εμείς
εμείς που στέκουμε πίσω από το τζάμι στους κατακλυσμούς
εμείς τα παιδιά σου
τα δάκρυα είναι καυτά και τα μάτια έχουν πολλά να δουν ακόμα
γι αυτό να μιλάς, να μιλάς
κι όταν έρθει η ώρα εμείς όρθιοι θα στέκουμε στην πόρτα
τα μάτια σου μην τα μισείς τώρα που φεύγω
και τα χέρια σου μη τα δικάζεις
γιατί η αλήθεια είναι ελεύθερη