25.12.09

α-λήθειες

υπάρχει ένα ράφι κάπου ανάμεσα στον καθρέφτη και στο ταβάνι
σιγά σιγά όλα αρχίζουν να γυρίζουν μεταβολικά κι ανάποδα εκεί όπου γεννήθηκαν
το ράφι είναι εκεί να μονολογεί τις απώλειές του

η δράση γεννήθηκε για να γεννήσει την αντίδραση

το κόκκινο χρώμα πάντα έλεγε πως τίποτα δεν τελείωσε
η κραυγή τώρα αρχίζει
τοίχοι δεν υπήρξαν ποτέ για να χαθείς μέσα τους
παραμόνο για να κολλήσεις την πλάτη σου μιας και τα ρολόγια έσπασαν και οι στιγμές έγιναν μηδεν

μην ρωτάς το πως και το γιατί εκεί που τελείωνεις αρχίζω και εκεί που αρχίζεις δεν θα βρεθώ ποτέ

η διάλεξη τελείωσε οι απορίες κάηκαν στο τελευταίο άλφα
δάγκωσε τα αγκάθια που μένουν και παρακολούθησε τους τίτλους του τέλους

22.12.09

9161209

γυμνός από ελπίδες και φόβους περπάτησα σε άκρες μονολογώντας σιωπές υγρές

ύστερα μαζί με την τελευταία δύση πέρασα το τζάμι κι έκανα το τελευταίο αντίο στην ταράτσα παρελθόν

δεν θα ρθει ποτέ ξανά

τουλάχιστον δεν έγινα ένα με το χθες
μιας και τα ρόδα του Απρίλη απ' όσο θυμάμαι στις δικές μας γειτονιές έχουν ακόμα αγκάθια να τρυπούν τους επίδοξους εραστές του ονείρου


19.12.09

Επίλογος




Ήταν ένας νέος ωχρός. Καθόταν στο πεζοδρόμιο.
Χειμώνας, κρύωνε.
Τι περιμένεις; του λέω.
Τον άλλον αιώνα, μου λέει.

"Που να πάω"

Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων,
αλλά... αλλά ποιος σήμερα ν' αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς.

"Χρωματίζω πουλιά και περιμένω να κελαηδήσουν"

Αλλά μια μέρα δεν άντεξα.
Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω.
Όχι, μου λένε.
Έτσι πήρα την εκδίκησή μου και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους.

"Τραγουδάω, όπως τραγουδάει το ποτάμι"

Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά...
Τι έχετε, μου λένε.
Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν,
μ' αυτόν τον τρόπο.

Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.

"Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε,
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν' ακουμπήσω,
μια μικρή ανεμώνη."

Κύριε, μάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ
"μια μικρή ανεμώνη." έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ' ένα μυστικό που το 'χα μάθει από παιδί,
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τ' όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ' τους αγγέλους.
Ήτανε πάντοτε αλλού.

Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.

"Sos, Sos, Sos, Sos
Φυσάει απόψε φυσάει,
τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω από τις γέφυρες φυσάει,
μες στις κιθάρες φυσάει.

Φυσάει απόψε φυσάει,
μες στις κιθάρες φυσάει.

Δώσ' μου το χέρι σου φυσάει,
δώσ' μου το χέρι σου."


Τάσος Λειβαδίτης

17.12.09

πως το πες;










και τι έγινε;
μια ανάποδη γραμμή ούτε μια ρωγμή δεν φαίνεται
μια αναπνοή

μην ακούς τους ποντικούς που σκαλίζουν το βράδυ τις αναμνήσεις σου
κάψε γραμμές και βλέμματα την ώρα που ξεμακραίνεις κάτω από τα κάγκελα της ερημιάς σου

λόγια...
σιωπες καθώς το τζάμι σπάει
και το φως λιώνει την ψευδαισθησή του

5.12.09

s

βήμα αγχωμένο καρφωμένο πάνω στο τζάμι να κόβει δρόμο μέσα από τοίχους
αλκοολικό βήμα ζαλισμένο από την ώρα που όλα κτυπάνε πάνω σου

τέσσερις και κάτι -τι σημασία έχουν τα λεπτά- κοιτάς τον καθρέφτη εσύ και αυτό το πιάτο δύο μαχαίρια και εσύ
η πόρτα κλείνει και ο δρόμος όσος η γραμμή η ξεβαμένη η λευκή που πήρε η τελευταία ρόδα μαζί της

κρυώνεις -ουτοπία όλα εκτός από αυτά τα δυο μαχαίρια, τα δυο σου χέρια-
αυτό το τελευταίο σκαλί ακόμα μια απορία αφήνει να πατήσεις
γιατι;

μία και φεύγεις
μιά τελευταία για σένα και μόνο
τα κλειδιά στη μίζα τελευταία στροφή ρουά ματ
τα κρίσιμα τετράγωνα ήταν καμένα



μη ρωτάς πως
τα δύο χέρια...

3.12.09

bugs




και ο αέρας έγινε μαύρος
μάνα
και οι ώρες πάνω από τα σίγμαμιδέλτα αγώνας δρόμου αντοχής και πίστης
και έλεος δεν χωρεί στη ψυχή του ήλιου
μάνα

29.11.09

3521 and end

βιβλία βιβλία και χαρτιά χαρτιά να τυλίγουν τα δάκτυλα κόμπους να δένουν
με πλαστικό να πνίγουν το φως που άφησε εκπνοές ύστερες
πρώτη ύλη
ξυράφια να κάψω που με κόβουν όπως οι κόκκινες σταγόνες στο τζάμι

σε μια γωνία υγρή μιας ουτοπίας νερό δίνουν στα χείλη για να πιείς μα τα χείλη κομμένα
και τα λόγια μια άνοιξη με κλειστά τα μάτια και πορφύρα στις σκιές που στάζουν και διαμελίζονται πάνω σε τοίχους ώρες δύσκολες και παγωμένες

θέλω να τρέξω κόντρα κομμάτι να γίνω φωτιάς
να μετρώ τις ώρες σε αιώνες και τα μύρια μου κενό να τυλίγουν συνειδήσεις δρόμους να χαράζουν
το εγώ του εδώ και του τώρα να πεθάνει και τα αποτυπώματα να γίνουν ουρανός
δεν φοβάμαι γιατί τα χέρια μου ζωγράφισαν σε τοίχους λόγια να θυμίζουν απάτες
δεν φοβάμαι γιατί το φώς είναι αποστολική εκπομπή νεκρούς να ανασταίνει την αυγή
και ρόδα να σπέρνει στο διάβα του τώρα και του ποτέ

ακούω τους ήχους της ζωής να ξεφεύγουν σε κραυγές τελευταίες
ακούω το νερό που κυλά στα χέρια μου νερό να γίνει ας είναι κι ουτοπίας



στις πίσω σελίδες θα γράψω την αρχή
το γιατί μια λέξη αθωότητας φτύστε την τώρα,
τώρα που ακόμα έστω ζείτε λαθραία
τώρα γιατί λίγο πριν την εκπνοή η ταράτσα άρχισε να ανθίζει

21.11.09

overloading

πλήκτρα να ψελίζουν να στάζουν
λέξεις συναισθήματα ουρλιαχτά πλαστικά
ακροδάκτηλα να καίνε σε διαδρόμους κάποιου τυπωμένου τοπίου
ματιές ήχοι γεύσεις κενού πλαστικές
κουμπιά περάσματα σε ορθάνοιχτα κενά
ταράτσες καθρεύτες και γλώσσες πλαστικές



{plasticές παραμορφώσεις
ήταν και σκόνη
nwo εσύ εκεί}

σπασμένα γυαλιά



τότε που ήταν τα χέρια σου καυτά
έβαζες όρια σε άκτιστα κενά
γυαλιά σπασμένα σε γωνίες αντοχής
τώρα σκοτάδι σε υπόγεια ποινής

αγγίζεις ακόμα με μάτια καθαρά

κριτές παραδομένους στην προαιώνια πυρά

χώμα κι αίμα στου αύριο τους τοίχους
όσα σου έκαψαν σε μιας σιωπής τους ήχους

τον ήλιο σβήνεις κι απορείς

τα χθες ζωής επαίτες μιας πληγής
πνίγεις την άνοιξη με μία σου ευχή
στον τοίχο κρέμεσαι ακόμα μια κραυγή








19.11.09

+