Κλώτσησε την πόρτα το φως έσβησε
τώρα τα μάτια θα τρέχουν στο παράθυρο ξανά και ξανά
το πρωί θα ξυπνήσει θα βρει ένα γράμμα
μη φοβάσαι θα ακουστεί κάπου μέσα από τις χαραμάδες και τα χαρακώματα,
μη φοβάσαι , μη ξεχάσεις ποτέ είχες τη τύχη να γεννηθείς την ώρα που γκρέμιστηκε το όνειρο και η λέξη ουτοπία έγινε μια ακόμα κυνική απόδειξη ότι τα όνειρα γκρεμίζονται.
Η σκηνή σταμάτησε
κάπου στο πρώτο κάδρο κάηκε το φιλμ
και η ώρα άργησε να ρθει.
Ποιος θα ανάψει το φως τώρα;
Τώρα που τα βεγγαλικά θα γράψουν την τελευταία νύχτα μιας ημέρας ανήλιας και ξένης.
Τώρα ακονίζεις τις λάμες και βάφεις πυροβόλα,
μα τα χέρια τι κι αν μπλέκονται μέσα στο ψέμα και στην αλήθεια
τίποτα δεν μένει πίσω να θυμήσει πως υπήρξαν, σε λίγο όλα θα είναι ένα χθες χωμένο βαθιά μέσα στη γη.
Μετά από πολλά γιατί κάποιο βλέμμα θα το ξεθάψει
τυφλοί θα το λατρέψουν και πάλι χέρια θα 'ναι εκεί να το ψιλαφίσουν και μέσα του να βρουν ξανά τα παλιά πατήματα
για νέες σελίδες, για νέες νίκες, για νέες ριπές
κι έτσι θα καίγεται μέσα στα χέρια των ανθρώπων το αύριο,
ένα ανυπέρβλητο χθές.