17.7.13
χάνοντας ενα κομμάτι
25.5.13
Σε δυο σκαλιά
13.4.10
χρόνια μετά
θυμάμαι ο ουρανός δεν φαινόταν ούτε τότε
και τα μάτια μάταια ψάχναν την όχθη του στο διάβα των ερώτων
κι ύστερα έφυγαν μακριά
πάνε χρόνια από τότε που φανάρι άναψε βαθιά μες στον ορίζοντα
και γέλια ακούστηκαν από την άκρη του κόσμου
απόψε νύχτα τούτο το βράδυ θα ναι δικό μας για πάντα
μετρώντας τα βήματα θα χάσουμε το λάθος
να γεννηθεί μια αρχή επικίνδυνη
που χρόνια μετά θα μετανιώσουμε
30.3.10
19 3/4
οι λέξεις χαράσονταν στην πλάτη μου κάθε που μου ψυθήριζες την εικόνα του ήλιου καθώς χάνεται μέσα στα μάτια του κόσμου
μια ωκεάνια πηγή ανάβλησε τα όρια του δρόμου
μέσα στα αχανή φώτα της νύχτας και στις κραυγές των χεριών που λίγο φως να πιούν περιμένουν πριν τελειώσει και τούτη η άνοιξη
και αυτή η μορφή χάθηκε ξανά
τι κι αν η σκέψη περιπλανιέται μόνη, μόνη θα 'ναι μέχρι το πρωί στην ακτή να χαράξει ξανά εκείνες τις λέξεις
και μη νομίσεις, ήταν μόνο μια Νεφέλη εκείνη η άνοιξη
24.3.10
σκηνές
Κλώτσησε την πόρτα το φως έσβησε
τώρα τα μάτια θα τρέχουν στο παράθυρο ξανά και ξανά
το πρωί θα ξυπνήσει θα βρει ένα γράμμα
μη φοβάσαι θα ακουστεί κάπου μέσα από τις χαραμάδες και τα χαρακώματα,
μη φοβάσαι , μη ξεχάσεις ποτέ είχες τη τύχη να γεννηθείς την ώρα που γκρέμιστηκε το όνειρο και η λέξη ουτοπία έγινε μια ακόμα κυνική απόδειξη ότι τα όνειρα γκρεμίζονται.
Η σκηνή σταμάτησε
κάπου στο πρώτο κάδρο κάηκε το φιλμ
και η ώρα άργησε να ρθει.
Ποιος θα ανάψει το φως τώρα;
Τώρα που τα βεγγαλικά θα γράψουν την τελευταία νύχτα μιας ημέρας ανήλιας και ξένης.
Τώρα ακονίζεις τις λάμες και βάφεις πυροβόλα,
μα τα χέρια τι κι αν μπλέκονται μέσα στο ψέμα και στην αλήθεια
τίποτα δεν μένει πίσω να θυμήσει πως υπήρξαν, σε λίγο όλα θα είναι ένα χθες χωμένο βαθιά μέσα στη γη.
Μετά από πολλά γιατί κάποιο βλέμμα θα το ξεθάψει
τυφλοί θα το λατρέψουν και πάλι χέρια θα 'ναι εκεί να το ψιλαφίσουν και μέσα του να βρουν ξανά τα παλιά πατήματα
για νέες σελίδες, για νέες νίκες, για νέες ριπές
κι έτσι θα καίγεται μέσα στα χέρια των ανθρώπων το αύριο,
ένα ανυπέρβλητο χθές.
16.3.10
το παιχνίδι
κάτω από τη σιωπή στις πιο ξένες λέξεις
βλέπεις την άρνηση να σου δίνει το χέρι
δίπλα στα γρανάζια στους καπνισμένους τοίχους
χαράσεται ο δρόμος καθώς ματώνει το μαχαίρι
το φως στο κουρασμένο βλέμμα σου να σπάει
και είσαι μπροστά σε μια στροφή ακόμα
για μια αδιέξοδη κραυγή μα είσαι μόνος τελικά
με μια άβυσσο στερνή στου φύγε σου το γιόμα
μείνε για λίγο σιωπηλός αμέτοχος μικρός
κάνε το είδωλο να κλάψει κι είσαι στην αρχή
με όσους άντεξαν να παίζουν το παιχνίδι
μιας τελευταίας παράστασης την ύστατη στιγμή
12.3.10
010
Λιόγερμα γης πικρής που έθρεψες όνειρα, έγυρες και τα μάτια σου ήλιε πάγωσαν τα κλαδιά σε τούτη τη γκρεμισμένη συμφωνία. Πως ν' αντέξει η αγάπη, πως ν' ανθήσει το πρωί σ' ένα μπαλκόνι μόνο; Σπασμένο κάδρο κάποιας ξεχασμένης σκηνής, τοίχοι που στάζουν πάλι λόγια και στάχτες. Πέρασε και μετά τίποτα, λοβοτομές σ'αθόρυβο πέταγμα. Κι η καύτρα καίει ακόμα, τι βλέπεις; Κι όμως τα μάτια ένα γίνονται με τον μπαλτά του χασάπη. Το θήτα κόπηκε στη μέση αίμα βαθύ καυτό κι η καύτρα κατέβηκε πιο κάτω. Χέρια δεν είχε πια πως να ψελλίσει τώρα ελευθερία; Και σεις γιατί δεν μιλάτε; Ίσως πάει καιρός από τότε που έπαψαν οι έμποροι να πουλούν χέρια. Τώρα οι πάγκοι γέμισαν με γλώσσες.
28.2.10
Διάστιχο σε φάση decadence
Ματιές, διάστιχες και άπειρες
όπως οι νύχτες σε τούτη την πόλη
μέσα στα μάτια των ανθρώπων
στα ματωμένα και λασπωμένα πέλματά τους,
καθώς λίγο χώμα πιο ψηλά ν' ανέβουν
απ΄τη σκιά τους ψάχνουν να φιλήσουν,
ίσως εκεί δεις κι εσυ τη δική σου αλήθεια.
Στα χέρια τους ο πόνος μιας μάχης, καθώς μένεται στα λόγια τους,
λίγο παράταιρα να είναι τα βήματα τους μέσα στην καταδίκη μιας ομοιότητας
ίδιας με το κουρασμένο βλέμμα
μιας ακόμα διαφοράς.
Μεσσίες, κυνηγοί τυφλοί χαμένων στιγμών
-άνθρωποι-
όσα δεν έζησαν μέσα σε δυο λέξεις τα 'χουν ζήσει.
Κοιτάζω το παράθυρο, η εικόνα αυτή πια δε με πιάνει.
Καδρο μισό και μισοτελειωμένο όσα ειπώθηκαν και όσα θα ειπωθούν
για δυο μάτια για δυο στιγμές
μέσα τους ένα ακόμα σύμπαν.
Δυο βήματα, χαμένα χνάρια μιας ταράτσας, μιας κραυγής
πριν τον Απρίλη.
Ο δρόμος γέμισε ρετσέτες γκρι, κόκκινες και αίμα πολύ αίμα.
Οι ταμπέλες κρύφτηκαν, στα δυο σου μάτια ίσως δεις ότι έκανε τα δυο σου χέρια να αγγίξουν και να πνιγούν μέσα στις ράγες
πάντα ήταν εκεί πριν από σένα, για σένα.
22.2.10
2:31
υπάρχει κώδικας
λογική λόγος χρόνος τόπος
-έστω μια παρτίδα για μια πατρίδα-
συναίσθημα ζωή θάνατος
Δεν υπάρχει τίποτα
και υπάρχουν όλα
Μέσα σε δυο μάτια
βαθιά στα πιο απόκρυφα σημεία εκεί το υπάρχω ρήμα μόνο
μέρα και νύχτα
Στις 5 θα περάσει το λεωφορείο
τα χνάρια θα κατέβουν
για ν' ανέβουν άλλα
Στις 5 θα μείνεις ακίνητος σαν θάνατος
Στις 5 ο οργασμός μου θα βάλει τελεία και από εκεί θα συνεχίσει η πιο κόκκινη γραμμή των όσων ξέρω και μόλις άφησα πίσω μου
Στις 5 μη ρωτήσεις γιατί
ίσως τότε δεις μέσα στον καθρέφτη κάποιον άλλον
Το αγαπημένο μου weller 10 χρόνια μαζί σήμερα το καψα όσο περισσότερο του έπρεπε και τώρα εκεί κάτω από το παράθυρο νοιώθει το χiόνι έξω και παγώνει δίπλα στη μουσική σου
Γράφω και φεύγω πάλι για τους counters στις 12 όλα θα έχουν τελειώσει
Το λεωφορείο πάλι θα περάσει δίπλα μου ίσως με πάρει μαζί του ίσως όχι που να ξέρω πως θα πάνε τα χνάρια
δεξιά ή αριστερά;
19.2.10
ln field
Οι κραυγές μου είναι μια αδιέξοδη πληγή, σιγά σιγά αρχίζω να βλέπω τις γραμμές να κλείνουν όπως το φως κάθε βράδυ σημαίνει το τέλος και τη σκέψη πως αύριο θα αντικρίσω κάτι άλλο.
Πόσο μοιάζουν ανελέητα οι μέρες, πόσα "αν" χωράει ακόμα αυτή η λούπα;
Το παράθυρο έκλεισε. Εκείνο το πρωί η μοναδική αξία όσων άγγιζα
η παραμορφωμένη προβολή του χθες τους στα δυο μου χέρια.
Θα μιλήσεις και κάποιο βράδυ θα φύγεις για ταξίδια σ' όλης της γης σου τα σημεία μήπως και αλλάξεις μήπως και δεις τη ζωή σαν μια ακόμα σπασμένη ροή. Και κάπου εκεί τα βήματα αν τα μετρήσει ένα γιατί κάπου εκεί θα έχει σπάσει μια ακόμα αναπνοή.
Ενοχές θα λές
κλειδωμένα μάτια στων οριζόντων τις γραμμές
και άλλες πολλές φορές εκεί να σε βρίσκουν πρωινά να ψάχνεις να βρείς λίγες ακόμα κραυγές
ζωήΣ