Αυτοί οι ουρανοί είναι καρφιά στο τσιμέντο της ταράτσας
Μέρες τώρα απλά περπατάω
Τα βήματα δεν είναι σαν άλλωτε βαριά
Πριν και μετά ανάμεσά τους δεν υπάρχει
Μόνο τέλος
Το κάθε μικρό τέλος
Δεν ακούω τους ήχους που κάνουν τα κόκκαλά μου
Το δέρμα μου δεν δέχεται καν τις ευτελείς μου αποδείδεις
Τα μάτια μου δεν παρατηρούν, δεν ξέρω αν κοιτούν ακόμα
Μόνο μια γραμμή υπάρχει εκεί, ούτε κάν η σκέψη της
Δεν εκτελώ εντολές
Βαγόνια πάνω σε ράγες
Οι βρισιές μου και ο βήχας μου είναι δεκάρες βιαστικών νεκρών
Περιμένοντας κάποιο λεωφορείο για την επόμενη στάση
Και οι γραμμές αυτές παράλληλες σιωπές
Η γεωμετρία Riemann είναι ένα ακόμα μηδενικό
-πάνω της άλλωστε κάθησαν με μαύρη μπύρα στα χέρια δυό δυνατά φάλτσα μπάσα,
γι' αυτό σου λέω κάποτε ο ήλιος θα βγει πίσω από τα lofts της συνοικίας των αριθμών-
Είναι χειμώνας μιας άνοιξης ίσως
Ίσως τα ίσως να είναι μερικά μηδέν ακόμα
Το μελάνι πάγωσε
Και αύριο 7:24 ο χρόνος αυτός θα μοιάζει μια ακόμα ουτοπία
5.2.10
Resistance!
3.2.10
μέσα
στο μέσα βρήκες τίποτα
κλειδώνεσαι στα ασφαλώς
καίνε νεκρούς τα σήματα
και συ το παίζεις οδηγός
με βήματα καχύποπτα
τα σπας στους περιορισμούς
λόγων λόγια ανύποτα
λεστριγόνες πλέκουν ορισμούς
γεμίζεις όνειρα επίμονα
με χάρτες τρύπες κι εθισμούς
παραπατάς κι επίπονα
φλερτάρεις με όροι και γκρεμούς
30.1.10
D=δelta
Still every night I burn, every night I scream your name,
Every night I burn, every night the dream's the same.
27.1.10
σπείρες σποράς
"Σας ασπάζομαι Φαίδων" διέγραψε
τρεις γραμμές καλά πατημένες κόκκινες, ψυχρές
στα μάτια του τώρα ο λόγος να κραυγάζει την κάθε του πνοή
η πόρτα έκλεισε
το επόμενο πρωί στις σκάλες χέρι με χέρι
σπείρες σποράς καθώς τα ρόδα ακόμα είχαν το άρωμα από το αίμα του δρόμου
που ο Ποιητής τον είπε Άνθρωπο
φώτα πορείας κλειστά,
οι ελπίδες του χειμώνα άλλωστε μια ειρωνία στο βλέμμα της άνοιξης
δίχως γραμμές δίχως χθες ή αύριο
σε μια ταράτσα μόνος θεός εσύ και μόνη γη τα δακτυλά σου τα θνητά
25.1.10
23.1.10
κλειδούχος 282
τι παράξενο!
ροή σε όσα απόμακρα και ξένα μας δόθηκαν να κουβεντιάσουμε ετούτο το βράδυ
και η ζωή σκαλώνει στα χείλια μας πεθαίνοντας κάθε βράδυ σαν κι αυτό
μόνοι
πάντα μόνοι
χωρίς λέξεις ζώντας την πιο δική μας ζωή σε κάθε εκπνοή
ίσως η τελευταία γράψει πάνω στους τάφους μας το όνομα της
με μία σιωπή σαν μονοκοντηλιά
όπως η σκόνη γράφει μέσα στους κάπνους το πέταγμά της
16.1.10
high melting points
ξέρεις ποιες;
να εκείνες που σπάνε τα προφίλ των ψηφίων των νεκρών
τις τελευταίες που αγγίζουν τα όρια σου για το τι είναι ζωή
ακούς ρε εκείνο το 1 και το 9 είναι δύο ψηφία ίδια
είναι θηλιές και το μετά μέσα τους μια ακόμα ειρωνεία θα πουν
αρχίζω και σκέφτομαι σε δεκαεξαδικό και από εκεί σε δυαδικό και μετά τίποτα
δεν γράφω, απλά σβήνω
τα λόγια μου είναι όσα φοβάμαι να πω
γιατί οι δρόμοι έχουν κλήση προς τα δεξιά και βάθρα βάραθρα θανάτου αριστερά
μι και λάμδα και κάπα και άλφα, πολλά άλφα
ποιος θα θέσει το τέρμα; εσύ
καλύτερα εσύ
εκείνοι δεν ξέρουν
ποτέ δεν θα μάθουν οι γλώσσες είναι κομμένες και τα σύρματα λιωμένα
χρόνια μετά θα τρώνε το κουφάρι που θα κραυγάζει ακόμα
πλέον θα θυμίζει μόνο τις σιωπές του
και κοιτάς ξανά και ξανά και οι δρόμοι άδειοι και ψάχνεις να βρεις λόγους για το λόγο σου
άλλωστε τι νομίζεις 9 ψηφία και ένας φάκελος
ύστερα είπαν πως βρήκαν την άνοιξη
άλλοι κι άλλοι προτίμησαν να χαθούν πίσω από τα φώτα των τρένων
η ελευθερία είναι πατρίδα
πατρίδα όσων δεν μίσησαν ακόμα τις στάχτες των ψηφίων
χρόνια μετά θα πουν νεκρός
13.1.10
μέρες ενεργής αργίας
ΑΛΛΆ!
περιλαμβάνει και ταξίδι γύρω από τον ήλιο
so...
*το τελευταίο για χάρη της γραφικότητας και της εξύμνησής της}
9.1.10
ένα κενό για τον παράδεισο
ούτε δάκρυα δεν κύλησαν
κενό από την τελευταία πρόβα
αδράνεια παγωμένη στο τζάμι να μου δίνει τη γνώση με γροθιές
δανικές ματιές από τους τοίχους
στάχτη στο νερό να θολώνει τα ετοιμόρροπα μάτια μου
ούτε φως δεν είδα
σπασμένα κάτοπτρα και δρόμοι λησμονιάς και πίστης
ένα κενό για τον παράδεισο τα λόγια μου
ένα αύριο για κάθε χθές τα βήματα πίσω από την πόρτα
κι εγώ να ψάχνω να βρώ αλήθειες μέσα στα ρούχα των κρεμασμένων
δεν τόλμησα να κοιτάξω
οι πίσω λέξεις είναι μια ακόμα ουτοπία
μια μάνα ακόμα που τρώει τα παιδιά της
δεν σε πίστεψα, πως θα μπορούσα;
1.1.10
διάλογος
Μη κοιτάς τις στάχτες ,
κόβεται η ανάσα σου και ποιος θα μας δώσει εμάς φωνή;
τις νύχτες που αγκαλιάζεις τα λάθη σου
να μιλάς, να μιλάς!
Κι όταν στάζουν οι καθρέφτες το βλέμμα της απελπισίας
η σιωπή σου να ναι δυνατή!
-ένα ψέμα να σαι μέσα στην αλήθεια των άλλων είναι αβάσταχτος ο πόνος-
κι αν βλέπεις χέρια στους τοίχους και πεταλούδες να σου ψιθυρίζουν είμαστε
εμείς
εμείς που στέκουμε πίσω από το τζάμι στους κατακλυσμούς
εμείς τα παιδιά σου
τα δάκρυα είναι καυτά και τα μάτια έχουν πολλά να δουν ακόμα
γι αυτό να μιλάς, να μιλάς
κι όταν έρθει η ώρα εμείς όρθιοι θα στέκουμε στην πόρτα
τα μάτια σου μην τα μισείς τώρα που φεύγω
και τα χέρια σου μη τα δικάζεις
γιατί η αλήθεια είναι ελεύθερη