8.5.09

έψιλον, για κείνη




Γ
ύρισε πίσω και είδε όλα τα κομμάτια.
Πήρε ένα και το άπλωσε στο χέρι του ήλιου, εκείνος ηδονικά το έλειωσε και τις σταγόνες τις άφησε να κυλήσουν στο χέρι. Ένα έγιναν με το σώμα και μάταια η ανάμνηση τους νεκρά κύτταρα που την επόμενη άνοιξη θα γίνονταν άνεμος ένα με τη γύρη των πεύκων και θα απλώνονταν πάνω στις πλάκες της αυλής των ματιών του.
Πέτασμα για άλλες εικόνες.
Πέταγμα με άλλους ανέμους, κρύους μα και ζεστούς τόσο ζεστούς που η εικόνα του χθές θα έμοιαζε μια κουκίδα πάνω στον χαμό των σειρών και των ανατολών που θα έρχονταν.
Τα υπόλοιπα έμειναν εκεί να λοιώσουν μόνα τους,
αντίγραφα δεν είχε,
το είχε δει κάποτε να συμβαίνει και τα αντίγραφα σκέφτηκε μια ακόμα εικόνα μαύρου τοπίου όχι όμως σαν και εκείνου που μέσα στο μαύρο βλέπεις την κάθε στιγμή μια ολόκληρη ζωή, όχι.
όχι...

Τοπία από εκείνα που οι εικόνες γίνονται ένα και οι γραμμές μαύρες σαν το περίγραμμα που διάλεξες όταν τις πρωτοείδες, όταν σου θύμιζε πως κάτι υπήρχε εδώ και εκεί.
Τώρα...
τι;