9.7.20

α στερητικό προσώπου

Στην άκρη του δρόμου άφησα μια νύχτα τη μιλιά μου
τις λέξεις μου που διάλεξα επάνω να πατήσω.
Ήρθε όπως φαίνεται και μένα η σειρά μου
ν' αρνηθώ εμένα τρις, για πάντα να με σβήσω.

Με δάχτυλα αμφίβολα και με αβέβαιες νότες
στο πιάνο επάνω έπαιξα τον τελευταίο σκοπό
που σήμανε τη λήξη στις πιο θολές μου ώρες
και φύτεψε στα χερια μου τον νέο μου ρυθμό.

Στα δύο τρίτα κάθησε και λέγοντας με βάρος
φωνής στεντόρειας "Εσύ είσαι ο Οδηγός"
τα λεπτά ξεκίνησαν να τρέχουνε με πάθος
στον χρόνο μου που λύγισε και έμεινα ενεός.

"Που πας γυμνός;", ακούστηκε, "Βαδίζεις στο κενό
δίχως πρόσωπο, δίχως προσωπείο, ένας Α στερητικός
επάνω από τον χρόνο και τον τοπο μετέωρο φτερό."
Ψάχνω, απάντησα, ό,τι κάθε μόνος, στέρεος και γυμνός;