17.3.14

Στο φως και πάνε

Γυρνάνε περνάνε στο φως και πάνε
πονάνε γερνάνε μα δεν τους νοιάζει η εποχή
 το τίποτα γυρεύουνε κι όλοι μαζί γελάνε
στον κόσμο τους αυτοί στον χρόνο μια ρωγμή

Χαρίζουν στον κόσμο αφορμές για φωτιές
μοιράζουν αγκαλιές και δάκρυα με ευχές
ρόδες που κοιλάνε αέναα σε τροχιές
αγάπες προσευχές πόνοι κι αντοχές

Ζωσμένοι λέξεις με χαμηλά το κεφάλι
θωρούνε ψηλά να βρουν ουρανό
μάτια αιχμηρά στου ορίζοντα την αγκάλη
νερό να πιουν να αντικρίσουν θεό

Εκεί να επιμένουν στο κενό να λογάνε
κόμποι στα χέρια των ανθρώπων οι κραυγές
μόνοι στη γη που αγάπησαν και πάνε
στο φως που γεννήθηκαν εκεί να γυρνάνε

Κυριακή

μόνος όπως γεννήθηκε
βαστάζος και παρατηρητής
μιας ζωής που αρνήθηκε

ματιές αιχμηρές και χέρια ματωμένα
σε δρόμους και πλατείες
έλεος δεν δέχτηκε ποτέ κι από κανένα

θεό δεν είδε και μάνα δεν φίλησε
πίσω στην αρχή
κλειστή στροφή αντίκρισε

εκεί που ο άνθρωπος σκοτώνεται
για έναν κάδο σκουπιδιών
της Κυριακής η πείνα δε σηκώνεται

4.3.14

O





δε νιώθω τίποτα
τα μάτια μου ένα κενό για τον παράδεισο
προσπερνώ περαστικούς που καίγονται στο διάβα μου, μα πιο πολύ προσπερνώ εσένα
και αυτή η ώρα δεν είναι δύσκολη, οι δύσκολες ώρες πέρασαν
είναι ένα κενό
αδειάζω μπροστά στους καθρέφτες που καίγονται ή που ίσως δεν υπήρξαν ποτέ
υπάρχω για μένα
η τελεία μου πάνω σε μία και μόνο διάσταση μπρός πίσω αριστερά δεξιά πάνω και κάτω δεν υπήρξε ποτέ
τα χνάρια μου σβήνονται στο πέρας της βροχής και εγώ ελπίζω πως κάτι αφήνω πίσω μου
τόσο μάταια είναι τα βήματά μου στο πέρας ετούτης της βροχής
καθαρό το βλέμμα μου όσο το κενό
απολαμβάνω το κενό όπως απολαμβάνω κάθε τέλος που βάζω
όχι για την αρχή που έπεται
ίσως είναι η δύναμη της εξουσίας που νομίζω πως έχω πάνω στα βήματά μου
κλείνω κύκλους και απόψε τα μάτια μου θα είναι άδεια όσο το κενό εντός ενός κύκλου
κύκλος το μηδέν, κύκλος το OFF του διακόπτη και εγώ ένας διάττοντας σπινθήρας που ένωσε μια αρχή με ένα τέλος ένα ΟΝ με ένα OFF