"Κι όταν σμίξαν τα κορμιά τους
Ένοιωσε πως είν’ δική του
Μες στην ηδονή του σκότους
Ήταν μόνη πια μαζί του
Και της φίλησε την κόμη
Τι δεν ήταν καμιά πόρνη
Ούτε βιάζονταν να φτάσει
Αχ γλυκά την ψηλαφίζει
Κι η καρδιά της πάει να σπάσει
Το κουράγιο του μη χάσει
Προσευχή μικρή ψελλίζει
Και της φίλησε την κόμη
Τι δεν ήταν καμιά πόρνη
Και δεν γνώριζε τη στάση
Για να μην την διακορεύσει
Πήγε κάποτε σε σπίτι
Εκεί γνώρισε την γεύση
Και της ηδονής τη κύτη
Το κορμί της ύδωρ λήθης
Ε, δεν ήταν κι ερημίτης
Κι όρκο πήρε πια ν’ αλλάξει
Αχ τη φλόγα για να σβήσει
Που της άναψε πανώρια
Βρήκε έναν άνδρα κυπαρίσσι
Πρόθυμο και δίχως όρια
Που την ξάπλωσε στην σκάλα
Και την έκανε τραμπάλα
Ως της σφίγγει τον αυχένα
Ε, δεν είναι και παρθένα
Της ανέβηκε η κάψη
Και την σκέψη του βλογάει
Να μην προχωρήσει ακόμη
Κείνη τη βραδιά του Μάη
Που της φίλησε την κόμη
Ψεύτης εκείνος αυτή πόρνη
Λέν όλο ντροπή και τύψη
Η βρωμιά πότε θα λείψει;"
και το άρωμα του ελληνικού καφέ στη χόβολη,
ξεχειλίζει από τις κλειδαρότρυπες των αγροτικών σπιτιών και των μονοκατοικιών της Πολιτείας,
έχει στα χέρια της το βιβλιαράκι της βασκανείας και ενίοτε το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο,
κάνει one night stand κάπου μεταξύ του Κεραμικού και της Νέας Ερυθραίας,
τρυπώνει έχοντας θεσμικό ρόλο στα πηγαδάκια των παιδικών πάρτυ και της ενημέρωσης των γονέων και κηδεμόνων στα σχολεία,
κάνει βουτιές στη λάσπη που αφήνουν τα νεόπλουτα Jeep της Γλυφάδας πίσω τους,
και κάθεται ηδονικά στα βαριά φρύδια των δημοσιογράφων παντός καιρού και τύπου,
βγαίνει από το στόμα των παραθυροκένταυρων που αρέσκονται στο να αποκαλούνται και καρεκλοκένταυροι με το αζημίωτο βεβαίως βεβαίως,
κάνει τραμπάλα στις παιδικές χαρές όταν η Αννούλα βάζει τρικλοποδιά στον μικρό της αδερφό,
ροκανίζει τον χρόνο
και λιώνει όμορφα τον χαλκό των τηλεφωνικών κέντρων του ΟΤΕ
0 +1 κραυγές:
Δημοσίευση σχολίου