μια βαριά ανάσα με πνίγει στη σκέψη της στιγμής που δάκρυα θα κυλάνε από τα μάτια σου
τόσα και τόσα έχουν στάξει
χαράς, λύπης, πόνου
αλλά εκείνα θα καίνε πιο πολύ
στο τρένο το χέρι μου θα μείνει να αιωρείται για πάντα εκεί να σε χαιρετά
μπροστά μου το όνειρο και πίσω μου τα τελευταία 19 χρόνια
μια στιγμή θα θυμάμαι μετά από χρόνια και πάλι δάκρυα θα κυλάνε
το βλέμμα θα αλλάξει κατεύθυνση
θα αντικρίσει το δρόμο που μου δόθηκε από τη μοίρα για να τρέξω και να μάθω σπιθαμή προς σπιθαμή
δύσβατος θα ναι
αλλά μαθημένος στα δύσκολα
άλλωστε ποτέ δεν μου το παίξαν δύσκολες γκόμενες οι δυσκολίες και οι ματιές οι μισές και φαγωμένες...
30.6.09
ανάσα
πιάνο
Τα δάκτυλά μου για ένα ακόμα βράδυ να ακουμπούν τις άκρες των πλήκτρων.
Το πιάνο σώπασε δεν μιλάει εδώ και καιρό, σπάνια τα δάκτυλα φεύγουν και αρχίζουν να πλέκουν ήχους και ακόμα πιο σπάνια η σουρντίνα φεύγει από τη θέση της.
Μια ενδόμυχη συστολή με κυριεύει.
Τα πιο κριτικά μάτια της ζωής μου πάντα εκεί να δούν και να μιλήσουν, τα πιο ανυπέρβλητα μάτια.
Ο αγώνας απέναντι σε αυτό που σε γέννησε...
Άνευ τέλους.
Η αρχή δεδομένη και θολή, τι σημασία έχει...
Τα δάκτυλα όμως βρήκαν τις διόδους, άνοιξαν τις πύλες και τα μινόρε αργά κυλάνε.
Βγαλμένα από λάθη...
28.6.09
που;
μέσα στα στοιχεία του καθρέφτη που μου γνέφουν επικίνδυνα "Φύγε"
στις καμένες λάμπες που σήμερα δεν φώτισαν το ζεστό χώμα
εκεί που άφησε το τελευταίο της θαύμα η πεταλούδα των κόκκινων λόγων
στους στίχους του Φρανσίσκο
στις χλωμές βιτρίνες της χρυσαφένιας ομίχλης του τίποτα
στις λατίνες χάντρες που ένα έχουν γίνει με το χέρι μου -τα δάκτυλα μου τις λάτρεψαν και τις προσέχουν όπως τις σταγόνες της βροχής ένα άνυδρο βράδυ-
στις υγρές ερήμους της μοναξιάς μου
στο σπέρμα του ανέμου που κρέμεται από τα κάτοπτρα της αλήθειας στα μάτια μου
στη ματωμένη άκρη του μολυβιού που λόγχη γίνεται να διατρίσει με μιας το κενό των εικόνων που με αποτελούν
στο φως που πάλλεται για ένα ακόμα βράδυ στον χορό των σκιών
στα ρόδα που σπέρνονται μπροστά μου να πατήσω τους απάτητους δρόμους
στα λόγια του Φλεβάρη
και στις αποφάσεις του Απρίλη των 9
{Από το μαχαίρι έσταζε τον άναρχο Απρίλη
ο έρωτας σε κίτρινα νερά
μέρες Μαγιού μου θύμισαν
τα λόγια της στην πύλη
της ουτοπίας το βαθύ και ήρεμο φευγιό...}
26.6.09
materials
κομμάτια που αρνούνται ακόμα την επαφή με αυτό που τα γέννησε
άρνηση μιας ματιάς στο πίσω των γκρίζων λέξεων του παρελθόντος
σπασμένα γυαλιά στα χέρια να σκίζουν τένοντες
ανάπηρα χαμόγελα γυάλινα,
πιο όμορφα τα θρύψαλά τους,
πιο βαθειά η ιδέα τους
και η σκιά της να τρυπάει τη διάχυτη σιωπή που πνίγει το βλέμμα μου
δίπλα μου να κάθεται το άρλεκιν
δίχως τζιν δίχως δίσκους
και σαν να ακούω την πορεία που πήρε το τρένο
εκτός προβλεπόμενης τροχιάς
εντός ειμαρμένης γραφής
ξέρεις λένε στις γραμμές είναι η ιστορία
γιατί πάλι όμως έρχεται και κάθεται μέσα μου η φωνή που λέει πως η ιστορία δεν γράφεται αλλά ότι τη ζείς τελικά...
ξανά και ξανά
ραπόρτο λέει έπεσε πως ο μικρός τα βαψε μαύρα...
23.6.09
boommmm "έ"
ένα πορτατίφ
καμμένο το φως και μια διάχυτη αίσθηση ατέρμονης ηρεμίας σπάει τη ρουτίνα της στιγμής
ένα μπουκάλι αλκοόλ 95 βαθμών δίπλα στη βελόνα που δείχνει μηδέν χωρητικότητα και τα Farad πιο pico από ποτέ...
ένα άδειο μπουκάλι νερο
τίποτα εντός του, παραμόνο νεκρή υγρασία που βασανίζεται να γίνει άνεμος και να βγεί να μου πάρει το βλέμμα και να το κάνει ένα με τον τοίχο
που στάζει πιο πολύ από ποτέ...
η γεννήτρια των συχνοτήτων δείχνει 1500 Hz και τα μάτια μου τρέχουν με μηδενικές ανοχές μέσα στο εγώ που κάθεται απέναντί μου και μου βγάζει τη γλώσσα εξτρεμιστικά
το ρολόι άρχισε να βγάζει τα υγρά της μπαταρίας του και ο χρόνος καίγεται εντός τους βασανιστικά
και του έλεγα του Θανάση ότι οι καλυτερες ώρες ήταν τότε που η οργανική χημεία και το pH γίνονταν λόγια για το αύριο και το χθές και το τώρα ήταν στιγμές που δεν θα ξαναζήσω
fuck
πάλι ξέχασα να πω πόσο ωραία ήταν τότε που η μπάλα έσπασε το τζάμι
α ρε Νεφέλη η μαργαρίτα είναι πιο φωτεινή από ποτέ!
και οι ώρες δεν παιρνάνε με τίποτα
τα διαφορικά αναποδα τσεκούρια που σκουριάζουν και τρώνε σαν σαράκι τις γραμμές των οριζόντων
ξέρεις εκείνους που καταγράφεις τις στιγμές του πόνου σου και η Ιεριχώ πιο κοντά από ποτέ
20.6.09
19.6.09
τα μαθες ε;;;
"Κι όταν σμίξαν τα κορμιά τους
Ένοιωσε πως είν’ δική του
Μες στην ηδονή του σκότους
Ήταν μόνη πια μαζί του
Και της φίλησε την κόμη
Τι δεν ήταν καμιά πόρνη
Ούτε βιάζονταν να φτάσει
Αχ γλυκά την ψηλαφίζει
Κι η καρδιά της πάει να σπάσει
Το κουράγιο του μη χάσει
Προσευχή μικρή ψελλίζει
Και της φίλησε την κόμη
Τι δεν ήταν καμιά πόρνη
Και δεν γνώριζε τη στάση
Για να μην την διακορεύσει
Πήγε κάποτε σε σπίτι
Εκεί γνώρισε την γεύση
Και της ηδονής τη κύτη
Το κορμί της ύδωρ λήθης
Ε, δεν ήταν κι ερημίτης
Κι όρκο πήρε πια ν’ αλλάξει
Αχ τη φλόγα για να σβήσει
Που της άναψε πανώρια
Βρήκε έναν άνδρα κυπαρίσσι
Πρόθυμο και δίχως όρια
Που την ξάπλωσε στην σκάλα
Και την έκανε τραμπάλα
Ως της σφίγγει τον αυχένα
Ε, δεν είναι και παρθένα
Της ανέβηκε η κάψη
Και την σκέψη του βλογάει
Να μην προχωρήσει ακόμη
Κείνη τη βραδιά του Μάη
Που της φίλησε την κόμη
Ψεύτης εκείνος αυτή πόρνη
Λέν όλο ντροπή και τύψη
Η βρωμιά πότε θα λείψει;"
και το άρωμα του ελληνικού καφέ στη χόβολη,
ξεχειλίζει από τις κλειδαρότρυπες των αγροτικών σπιτιών και των μονοκατοικιών της Πολιτείας,
έχει στα χέρια της το βιβλιαράκι της βασκανείας και ενίοτε το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο,
κάνει one night stand κάπου μεταξύ του Κεραμικού και της Νέας Ερυθραίας,
τρυπώνει έχοντας θεσμικό ρόλο στα πηγαδάκια των παιδικών πάρτυ και της ενημέρωσης των γονέων και κηδεμόνων στα σχολεία,
κάνει βουτιές στη λάσπη που αφήνουν τα νεόπλουτα Jeep της Γλυφάδας πίσω τους,
και κάθεται ηδονικά στα βαριά φρύδια των δημοσιογράφων παντός καιρού και τύπου,
βγαίνει από το στόμα των παραθυροκένταυρων που αρέσκονται στο να αποκαλούνται και καρεκλοκένταυροι με το αζημίωτο βεβαίως βεβαίως,
κάνει τραμπάλα στις παιδικές χαρές όταν η Αννούλα βάζει τρικλοποδιά στον μικρό της αδερφό,
ροκανίζει τον χρόνο
και λιώνει όμορφα τον χαλκό των τηλεφωνικών κέντρων του ΟΤΕ
"With poetry I paint the pictures that hit"
ενδόθερμες freeκτορίες
του πόνου οι οδηγίες
σε καλώδια να στάζει
17.6.09
1161518191187 (εκεί)
Εκεί που των ορίων οι γραμμές
θα ενώνονται
εκεί και εσύ να ψάχνεις
το φως που φέρνει του ορίζοντα
ο σπαραγμός
όταν οι αποστάσεις γίνονται μηδέν
εκεί δεν θέλω πολλά
τα θέλω όλα
να μου θυμίζουν
σαν αρνητικά φιλμ
ανάποδα τη ροή των χρωμάτων
πίσω σε ότι γέννησε τα χιλιόμετρα
και την καυτή αύρα της ασφάλτου
μας.
Εκεί που το κάθε πλευρό
γίνεται κομμάτι μιας ολότητας
και τα χιλιόμετρα κάμπτονται
λυγίζουν χωρίς να σπάνε
ουράνια τόξα
να ενώνουν σημεία των καιρών
και χρώματα υγρά
να κατακλύζουν τη σκέψη
στης απόστασης το ρυθμό
που αν δεν υπήρχε
ο λόγος και ο χρόνος
των ενώσεων
στο μονοπάτι των τεμνόμενων
καμπύλες δίχως σημεία
οι ζωές μας.
Εκεί
αφήνομαι ν’ αφήσω
την άφεσή μου
ν’ αφεθώ.
Απόστασή μου δεν σε μισώ
γιατί δεν υπάρχεις
κι ένας ακόμα λόγος γεννιέται…
16.6.09
θήτα εις την χι
Όταν το βλέμμα μου έτρεχε σε κύματα θολά
Κι οι μάγισσες μου κένταγαν μαύρο αλμυρό μαντήλι
Ενώ εσύ δυο μέτρα ύψωνες για να 'ρθω πιο κοντά
Θυμάμαι που μου έδωσες σκόνη μ' ένα σου γιόμα
Για να κυλάει στις φλέβες μου για πάντα η λησμονιά
Τότε που έδερναν κύματα του Μάη μου το σώμα
Κι εσύ μου μετρούσες τα ψιθυρητά με μια σου δαγκωνιά
Τα πέλματά μας μάτωσαν στον κοραλλένιο δρόμο
Αχός θαλάσσης γίνηκε η κάθε μας σιωπή
Αρμυρίκια έκρυψαν τη θέα μας στο χρόνο
Τώρα βυθίζομαι και χάνομαι σε μια σου αναπνοή
15.6.09
έρεβος
Κοιτάω το λευκό του τοίχου
και όσο το κοιτάω γίνεται όλο πιο λευκός.
Ακούω τον ήχο αυτού του στίχου
και όσο τον ακούω γίνεται όλο πιο στριφνός...
να του πείτε πως τα όνειρο είναι αυτό που μας σέρνει και το σέρνουμε ενίοτε και από τα μαλλιά
να του πείτε πως δεν ξέρει τι είναι η ζωή
να του πείτε πως οξυγόνο είναι το άγγιγμα και η δροσιά της άνοιξης
να του πείτε πως...
θάλασσα μου η ταράτσα
βυθός μου οι άκρες της
το κενό είναι υγρό
και ο φόβος... έρεβος αβύσσου
{φωτιά στα F-μορφα συμπλεγματικά μιάσματα}
14.6.09
Βαγόνι (χάδη, όταν το σίγμα πλέκεται με το μι)
"Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή"
Ανάμεσα στο τζάμι και στον αέρα που σφυρίζει μανιασμένα
Μέσα στις ώρες, όταν το μαύρο των τοίχων που στάζουν σιωπές με παρενοχλεί επικίνδυνα
Για μένα και για σένα
Κάτω από τον ήλιο που τόσο αγαπήσα και θ'αγαπώ
Με την ομπρέλα να λέει "Έλα"
Στο τζάμι που διχάζει, το πέταγμα και τα καρφιά μου στο πάτωμα
Πάνω στα φύλλα του τριαντάφυλλου
Μέσα στα σύννεφα ηλιαχτίδα σε ένα ροζ ουρανό, για πάντα φως με κόκκινο, θυμάσαι...
Πάνω στα δειλά μου χείλη
Και στ' ακροδάκτυλα του εγώ μου
Ηρθες και γέμισες το δείλη
Ηλεκτρισμένο ηλιόλουστο φιλί του δρόμου
Απάτητου
Άγνωστου
Ανυπέρβλητου
ανάσα ανοιξιάτικης βροχής
12.6.09
ON AIR στα 16
Μπροστά μου το μικρόφωνο δίπλα η φωνή του Θεοδόση να μου λέει "χαλάρωσε, σαν να είμαστε μόνοι και να τα λέμε..." είναι περίπου 9:55
σε 5' μπαίνουμε...
Πόδια κομμένα, το στήθος μου να πάει να σπάσει, τέτοιο άγχος ποτέ μου...
Τεστάρουμε μικρόφωνα και ακουστικά μου κλείνει το μάτι και οι Roots αρχίζουν να βαράνε!
Αρχίζω και χαλαρώνω, η Πόπη να βάζει τη μουσική και η Μαρία (αν θυμάμαι καλά) πίσω από το τζάμι
"Όταν ανάψει μπαίνουμε, χαλαρά..."
Ανάβει
ON AIR
αρχίζουμε, η φωνή μου βγαίνει δύσκολα αλλά το κάνω να μην φαίνεται...
πάνω στο 2λεπτο πέφτει κομμάτι
συνεχίζουμε την συζήτηση OFF AIR τώρα πλέον είμαι τέλεια
αρχίζουμε την πλάκα και ξαναμπαίνουμε συνεχίζουμε τη συζήτηση
πολιτικά, παιδεία, φωτιές
γενικά επικαιρότητα
Ο Πούλικ στο Υπάρχω
δεν μιλάμε απολαμβάνουμε τον Πατριάρχη!
Κτυπάει τηλέφωνο...
οι πάνω τα χώνουνε
μάζεψέ τα τώρα γιατί θα πάρει φωτιά κι η τσέπη μας...
τα μαζεύει λίγο τα σπασμένα και σπασμένα πάμε σε break...
Το OFF AIR μάγκα μου είναι όλα τα λεφτά...
αυτό που βγαίνει είναι ένα "προσεχώς στις οθόνες των κινηματογράφων"
Μηνύματα
emails
τσεκάρισμα και επικοινωνία
μιλάμε
ο Χατζιδάκις έρχεται στο νου μου και το ότι κάθομαι μέσα στον χώρο του και έχω το θράσος να μιλάω από το μικρόφωνό του... (μου προσθέτει άγχος)
Ιστορία, λίγες σταγόνες όπως μόνο ο Θεοδόσης ήξερε και ξέρει...
είχε ξεκινήσει συζήτηση σχετικά με τον πόλεμο της Τροίας, την ωραία Ελένη και το κακό
συναπάντημα...
Ο JJ Cale ακολουθεί και στο καπάκι κομματάκι επιλογή μου...
Sultans of Swing!
OFF AIR τα καλύτερα συνεχίζονται...
Μπαίνουμε ξανά...
στο τηλέφωνο ο έτερος εκ Πάρου...
λέει τα δικά του ο Θεοδόσης και εγώ να γελάμε και να του τα χώνουμε με χειρονομίες
ε μα... με τους celebrities... έλεος...
καλό παιδί και ξηγημένο αλλά το ρεπορτάζ του για τα μπάζα....
κλήρωση
το πρώτο νούμερο στημένο αλλά για καλό σκοπό, την κοπελιά του ήθελε να πάει το παλικάρι θερινό ρομαντικό συνεμαδάκι , να του το στερήσουμε;
Δίνουμε χέρια κλείνουμε το μάτι ο ένας στον άλλον και εις το επανειδείν
από τότε μερικές καλημέρες όταν βλεπόμαστε στον δρόμο...
Θεοδόση για σένα!
11.6.09
Ειμαρμένο... χάδη
Αναρριχάται γδέρνοντας τα σωθικά σου φτάνει ως την Τραχεία και αρχίζει ελεύθερη πτώση ανάποδα.
Η οβελιαία ραφή δέχεται αλλεπάλληλες δυναμικές Προκλήσεις
Τη νοιώθω ξεσκίζεται κι οι σκέψεις πια θάλασσα που Με πνίγει
Και όμως σιωπή
Overdose σιωπή που μου γεννά κραυγή
Ίλιγγος και πτώση
Τι ευαίσθητη εικόνα, πως μπορείς και πέφτεις;
ένα χέρι σε κρατάει
ανεβαίνεις τρέχεις όχι τόσο ώστε να μην ακούς και να μην βλέπεις, να μην νοιώθεις, όχι
όχι...
τρέχεις μέσα σε θάλασσα λυτρωτική συναισθημάτων που σε κάνουν σιγά σιγά να πετάς και ο ήλιος όλο πιο κοντά
εκεί που όλα είναι ένα
νερά στο κόκκινο βαμμένα
δεν υπάρχει απόσταση
κυριαρχεί η ομοιόσταση
της ζωής...
κλείνεις τα μάτια μια φωνή να λέει είμαι εδώ ένα χέρι να σου αγγίζει τον ώμο
ασήμι από την σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού να κυλάει ηδονικά στο λαιμό σου
ζωή
η ειμαρμένη σου
ευθεία από φως σε φως!
{ε ακούς ?
σε σ(μ)ένα τα λέω}
10.6.09
39 και up (Δε γουστάρω λέμε...)
39 και κάτι
εσύ εκεί στου χρόνου το παράλληλο
εγώ εδώ με καφέ πυκρό που δεν με πιάνει στην τελική
μια γαρδένια μπήκε μέσα από το τζάμι και μου είπε παράτα τα και πάμε
τα δάκτυλά μου τρέχουν νερό από τον ιδρώτα και την αγωνία -μεταξύ μας- της κάθε στιγμής
λιμνούλα κάνουν να πνιγώ
και εγώ εδώ
και εγώ εδώ
boom
το ήξερες ότι ο Jean Piaget γεννήθηκε το 1896 και ήταν Ελβετόςςςςςςς???
ναι βέβαια!
και ξανά
boommmm
9.6.09
εικοσιτέσσερις χιλιάδες
"Τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός."
6.6.09
άλφαχι
"Στέκεται ορθή στα βλέφαρά μου
Και τα μαλλιά της μπλέκονται μες στα δικά μου
Έχει το σχήμα των χεριών μου
Έχει το χρώμα των ματιών μου
Βυθίζεται μες στη σκιά μου
Σα μια πέτρα στον ουρανό
Έχει τα μάτια παντ' ανοιχτά
Και δε μ'αφήνει σ' ύπνο να γείρω
Τα όνειρά της μέσα στο φώς
Σβήνουν τον ήλιο
Με κάνουν να γελώ, να κλαίω και να γελώ
Και να μιλώ χωρίς να έχω τίποτα να πω "
αφιέρωσις
αγάπη
θυσία
το χέρι απλώνεται να με κρατήσει καθώς πέφτω όχι,
όχι...
αγάπη
ποτέ πια μόνη μέσα στη θάλασσα
και ο ουρανός
μεθυστικά για πάντα φως με κόκκινο
ροζ
5.6.09
Φως
"Μα κάποια στιγμή φάνηκε ψηλά μακρινό το
φως της μέρας,
κι όλοι πιστέψανε πως δόθηκε μια εξήγηση,
πως βρήκανε την αρχή."
Κάπου εκεί θα δίνουμε ματιές σαν να ναι οι τελευταίες
Κάπου θα έρθω να σου κλείσω τα μάτια και να σου πω αντίο μη μ' αφήνεις
Κάπου σ' ένα χαρτί ζωγράφισες λουλούδι και οι γραμμές γίναν η άνοιξη στα μάτια μου
Κάπου μια αποστολή μας οδηγεί μόνους να μας βρίσκει το πρωί
Κάπου να υπάρχει το φως
.
2.6.09
Ματωμένα πέταλα
"Ο μικρός πρίγκιπας διέσχισε την έρημο και συνάντησε μονάχα ένα λουλούδι. Ένα λουλούδι με τρία πέταλα, ένα τιποτένιο λουλούδι...
-Καλημέρα, είπε ο πρίγκιπας.
-Καλημέρα, είπε το λουλούδι.
-Που είναι οι άνθρωποι; ρώτησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας.
Το λουλούδι είχε δεί κάποτε να περνάει κάποιο καραβάνι:
-Οι άνθρωποι; Νομίζω πως υπάρχουν έξι εφτά. Τους πήρε το μάτι μου πριν από χρόνια. Μα δεν ξέρεις ποτέ που να τους βρείς. Ο άνεμος τους σηκώνει και του πάει. Δεν έχουν ρίζες κι αυτό τους δημιουργεί πρόβλημα.
-Αντίο, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Αντίο, είπε το λουλούδι."
Στο πέρασμα του αγέρα λύγισα.
Θυσία μπροστά μου τώρα τα ματωμένα μου πέταλα,
μόνος εγώ και η φαντασιακή θέσμιση των ριζών μου
έτσι να "φαίνονται" χωρίς να "είναι" στα άκρα μου, λόγια να είναι και να φαίνονται σαν πράξεις.
Τόσες φορές το κορμί μου αντιστάθηκε στον άνεμο και άλλες πάλι αφέθηκε στη μεθυστική του ζάλη.
Πότε ρίζες και πότε φυγή...
Πόσο εύκολα μπαίνουν τα Χ;
Πόσο μικρές μοιάζουν οι στιγμές του χθές;
Και έτσι μου έρχεται να κρατηθώ μια για πάντα απ' το σκαρί του ανέμου... αιώνια κι αέναα ερωτευμένος με το φευγιό του,
πόσο όμορφα διαγράφει το δάκρυ στις κόγχες μου ο άνεμος;
Τον συγχωρώ όμως, ακούς; τον συγχωρώ και ο πόνος αλλαγή θε να φέρει...
Το γιατάκι μου πικρό, εθισμένος γαρ στη ζωή...
Κάποιος είπε ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος...
Και ξέρεις;
Απλά ονειρεύομαι, καμιά φορά και ματωμένα πέταλα...
για την Χαρά που μου έδωσε δύναμη να συνεχίζω να πιστεύω στη διαφορετικότητα...
(αθελά της και μη)