30.3.10

19 3/4


ο
ι λέξεις χαράσονταν στην πλάτη μου κάθε που μου ψυθήριζες την εικόνα του ήλιου καθώς χάνεται μέσα στα μάτια του κόσμου

μια ωκεάνια πηγή ανάβλησε τα όρια του δρόμου
μέσα στα αχανή φώτα της νύχτας και στις κραυγές των χεριών που λίγο φως να πιούν περιμένουν πριν τελειώσει και τούτη η άνοιξη

και αυτή η μορφή χάθηκε ξανά

τι κι αν η σκέψη περιπλανιέται μόνη, μόνη θα 'ναι μέχρι το πρωί στην ακτή να χαράξει ξανά εκείνες τις λέξεις

και μη νομίσεις, ήταν μόνο μια Νεφέλη εκείνη η άνοιξη



24.3.10

σκηνές



Κλώτσησε την πόρτα το φως έσβησε
τώρα τα μάτια θα τρέχουν στο παράθυρο ξανά και ξανά
το πρωί θα ξυπνήσει θα βρει ένα γράμμα

-Τέλος-

θα κλείσει την πόρτα και τα βήματα θα σέρνονται σαν να 'ταν τελευταία,
μη φοβάσαι θα ακουστεί κάπου μέσα από τις χαραμάδες και τα χαρακώματα,
μη φοβάσαι , μη ξεχάσεις ποτέ είχες τη τύχη να γεννηθείς την ώρα που γκρέμιστηκε το όνειρο και η λέξη ουτοπία έγινε μια ακόμα κυνική απόδειξη ότι τα όνειρα γκρεμίζονται.

Η σκηνή σταμάτησε
κάπου στο πρώτο κάδρο κάηκε το φιλμ
και η ώρα άργησε να ρθει.

Ποιος θα ανάψει το φως τώρα;
Τώρα που τα βεγγαλικά θα γράψουν την τελευταία νύχτα μιας ημέρας ανήλιας και ξένης.

Τώρα ακονίζεις τις λάμες και βάφεις πυροβόλα,
μα τα χέρια τι κι αν μπλέκονται μέσα στο ψέμα και στην αλήθεια
τίποτα δεν μένει πίσω να θυμήσει πως υπήρξαν, σε λίγο όλα θα είναι ένα χθες χωμένο βαθιά μέσα στη γη.

Μετά από πολλά γιατί κάποιο βλέμμα θα το ξεθάψει
τυφλοί θα το λατρέψουν και πάλι χέρια θα 'ναι εκεί να το ψιλαφίσουν και μέσα του να βρουν ξανά τα παλιά πατήματα
για νέες σελίδες, για νέες νίκες, για νέες ριπές
κι έτσι θα καίγεται μέσα στα χέρια των ανθρώπων το αύριο,
ένα ανυπέρβλητο χθές.



16.3.10

το παιχνίδι




κάτω από τη σιωπή στις πιο ξένες λέξεις
βλέπεις την άρνηση να σου δίνει το χέρι
δίπλα στα γρανάζια στους καπνισμένους τοίχους
χαράσεται ο δρόμος καθώς ματώνει το μαχαίρι

το φως στο κουρασμένο βλέμμα σου να σπάει
και είσαι μπροστά σε μια στροφή ακόμα
για μια αδιέξοδη κραυγή μα είσαι μόνος τελικά
με μια άβυσσο στερνή στου φύγε σου το γιόμα

μείνε για λίγο σιωπηλός αμέτοχος μικρός
κάνε το είδωλο να κλάψει κι είσαι στην αρχή
με όσους άντεξαν να παίζουν το παιχνίδι
μιας τελευταίας παράστασης την ύστατη στιγμή







12.3.10

010




Λ
ιόγερμα γης πικρής που έθρεψες όνειρα, έγυρες και τα μάτια σου ήλιε πάγωσαν τα κλαδιά σε τούτη τη γκρεμισμένη συμφωνία. Πως ν' αντέξει η αγάπη, πως ν' ανθήσει το πρωί σ' ένα μπαλκόνι μόνο; Σπασμένο κάδρο κάποιας ξεχασμένης σκηνής, τοίχοι που στάζουν πάλι λόγια και στάχτες. Πέρασε και μετά τίποτα, λοβοτομές σ'αθόρυβο πέταγμα. Κι η καύτρα καίει ακόμα, τι βλέπεις; Κι όμως τα μάτια ένα γίνονται με τον μπαλτά του χασάπη. Το θήτα κόπηκε στη μέση αίμα βαθύ καυτό κι η καύτρα κατέβηκε πιο κάτω. Χέρια δεν είχε πια πως να ψελλίσει τώρα ελευθερία; Και σεις γιατί δεν μιλάτε; Ίσως πάει καιρός από τότε που έπαψαν οι έμποροι να πουλούν χέρια. Τώρα οι πάγκοι γέμισαν με γλώσσες.