Μου παν να κάτσω κάτω και να μη ρωτάω
άχνα μη βγάλω ποτέ μου και μιλιά
μα εγώ στη γύρα μου ακόμα
και περνάω
νύχτες με μάτια καρφωμένα στα σκαλιά
Μου παν να σκίσω και να κάψω τα παιδιά μου
νερό να κάνω το αίμα μου κι εγώ
με μιας να σβήσω για πάντα τη φωτιά μου
κι όσα μου δίναν λόγο μέχρι τώρα για να ζω
Και κει που πάλευα να βρω τον εαυτό μου
μια γυναίκα μες στο δρόμο μου με σταματά
κάτσε μου λέει κι άραξε μωρό μου
και στάσου να στα πω μια ντρέτα και ξερά
Πάρε βαθειά ανάσα και άκου με μικρέ
δυο χέρια έχεις μόνο μη φοβάσαι
ματωμένα η μάνα σου δεν τα θελε ποτέ
είναι γραμμένη ήδη η ζωή σου να θυμάσαι
Τράβα το δρόμο σου κι όπου σε βγάλει
η ζωή όταν δεν το περιμένεις πάντα σε κτυπά
πουτάνα η κοινωνία ποτέ σου δε σε κάνει
μόνο όσα έπραξες, η ζωή αυτά θα σου κρατά